Παρα σ’καλνώ (ρημα) = χάνω τα λογικά μου. Συνηθως λέγεται : « του παρα σ’κάλτσ’ν» : τό ΄χασε
Συνέχεια »Πιντάργια
Πιντάργια (τα) = παιδικό παιχνίδι της εποχής με κέρματα (πενηντάρια)
Συνέχεια »Παταρά
Παταρά (η) = μπάτσος, σφαλιάρα
Συνέχεια »Πέρπιρας
Πέρπιρας (ο) = πεταλούδα.
Συνέχεια »Παστός
Παστός (ο) = χοιρινό λίπος
Συνέχεια »Ξικώ
Ξικώ (ρημ.) = ξεσκίζω
Συνέχεια »Ξιαρίζου
Ξιαρίζου (ρημ.) = καθαρίζω το χιόνι με το φτυάρι
Συνέχεια »Ξικουπή
Ξικουπή (εκφραση) «τόχου ξικουπή» κάτι που συνηθίζω και πραγματοποιώ σε τακτή ημερομηνία απο ανάγκη, υποχρέωση, συνήθεια ή τάμα.
Συνέχεια »Ξικλίαζου
Ξικλίαζου (ρημ.) = προκαλώ σε κάποιον κακέντρεχη, ευχαρίστηση με το δικό μου πάθημα.
Συνέχεια »Ξινουμίζου
Ξινουμίζου (ρημ.) = εξοντόνω, σκοτώνω
Συνέχεια »Ξιγαργαλίζου
Ξιγαργαλίζου (ρημ.) = ξελαγαρίζω, λευκαίνω τα ρούχα με έντονο πλύσιμο
Συνέχεια »Ορίζου
Ορίζου (ρημ.) = κατέχω, κυβερνώ, αισθάνομαι ενα μέρος του σώματος
Συνέχεια »Ούτσαν
Ούτσαν = ταίργιασαν, συμφώνησαν
Συνέχεια »Ούδι έτσ’ απόμνιν
Ούδι έτσ’ απόμνιν (εκφραση) = έμεινε άφωνος, εντυπωσιάστηκε σε μεγάλο βαθμό
Συνέχεια »Ουρμινεύου
Ουρμινεύου (ρημ.) = συμβουλεύω, παιδαγωγώ
Συνέχεια »Πιαλώ
Πιαλώ (ρημ.) = τρέχω. Προέρχεται απο το αρχαίο «πιλαλώ : τρέχω»
Συνέχεια »