Πασβάν’τς (ο) = ο Τούρκος χωροφύλακας
Συνέχεια »Ξυλέϊν΄ους
Ξυλέϊν΄ους (επιθ.) = ακαλλιέργητος
Συνέχεια »Ξικώ
Ξικώ (ρημ.) = ξεσκίζω
Συνέχεια »Ξιαρίζου
Ξιαρίζου (ρημ.) = καθαρίζω το χιόνι με το φτυάρι
Συνέχεια »Ξικουπή
Ξικουπή (εκφραση) «τόχου ξικουπή» κάτι που συνηθίζω και πραγματοποιώ σε τακτή ημερομηνία απο ανάγκη, υποχρέωση, συνήθεια ή τάμα.
Συνέχεια »Ξικλίαζου
Ξικλίαζου (ρημ.) = προκαλώ σε κάποιον κακέντρεχη, ευχαρίστηση με το δικό μου πάθημα.
Συνέχεια »Ξινουμίζου
Ξινουμίζου (ρημ.) = εξοντόνω, σκοτώνω
Συνέχεια »Ξιγαργαλίζου
Ξιγαργαλίζου (ρημ.) = ξελαγαρίζω, λευκαίνω τα ρούχα με έντονο πλύσιμο
Συνέχεια »Ορίζου
Ορίζου (ρημ.) = κατέχω, κυβερνώ, αισθάνομαι ενα μέρος του σώματος
Συνέχεια »Ντάμπαρα
Ντάμπαρα (επιρ.) = ορθάνοιχτη
Συνέχεια »Νημόρ’
Νημόρ’ (το) = μνήμα, τάφος
Συνέχεια »Νουτίζου
Νουτίζου (ρημ.)= υγραίνομαι
Συνέχεια »Νάρκλα
Νάρκλα (η) = ψηλό σεντούκι με πόδια και επίπεδο καπάκι για τη φύλαξη του ψωμιού
Συνέχεια »Ντήλιμ’
Ντήλιμ’ (επιρ.) = το αφού με έμφαση
Συνέχεια »Ντου’τζέϊνιου
Ντου’τζέϊνιου (επιθ.) = σιδερένιο (βαρύ)
Συνέχεια »Ντραγάτ’ς
Ντραγάτ’ς (ο) = αγροφύλακας
Συνέχεια »