Νάρκλα (η) = ψηλό σεντούκι με πόδια και επίπεδο καπάκι για τη φύλαξη του ψωμιού
Συνέχεια »Νάρκλα
15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Προσπάθεια δημιουργίας ενός κοζανητικού λεξικού με φράσεις και λέξεις από την όμορφη Κοζάνη.
15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Νάρκλα (η) = ψηλό σεντούκι με πόδια και επίπεδο καπάκι για τη φύλαξη του ψωμιού
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ντήλιμ’ (επιρ.) = το αφού με έμφαση
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ντου’τζέϊνιου (επιθ.) = σιδερένιο (βαρύ)
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ντραγάτ’ς (ο) = αγροφύλακας
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ντουμανιάζου (ρημ.) = βάζω φωτιά
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ντάμκα (η) = λεκές, σφραγίδα
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ντουραντζιάς (ο) = η εγκεφαλίτις των ζώων, σημαίνει και «Νταμπλάς»
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ντιόντιους (ανδρ. όνομα) = Θεόδωρος
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Νιάκους (ανδρ. όνομα) = Γιάννης
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Νάτσιους (ανδρ.όνομα) = Θανάσης
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Νινιώ (γυν.όνομα) = Άννα
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Νισιάν’η (το) = κακοκαιρία
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Νησ’ κουσύν’ (η) = πείνα
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Νταικόνουμι (ρημ.) = πιάνομαι, στηρίζομαι
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ντουρντούκια (τα) = ταξίδια, εκδρομές, σεργιάνια. Η λέξη ενέχει και κάποια κοροϊδευτική έννοια σ΄ αυτόν που απευθύνεται
Συνέχεια »15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Νταλακιάζω (ρημ.)= βαρυστομαχιάζω
Συνέχεια »