Γηθειά : λαϊκό ξόρκι λευκής μαγείας κατάλληλο για το ξεμάτιασμα, αλλά και για κάθε αρρώστια ή τραύμα και γεν. «αποτρεπτικό παντός εναντίου» (υπάρχουν ειδικές γηθειές για κάθε περίσταση)
Συνέχεια »ΧΩΡΑΪΤΗΣ
Χωραΐτης: αστός .
Συνέχεια »ΧΩΣΜΕΝΟΣ
Χωσμένος : κρυμμένος (χώνω) .
Συνέχεια »ΤΡΙΠΥΡΗ ( ΦΩΘΙΑ )
Τρίπυρη (φωθιά) : φωτιά με τρεις εστίες .
Συνέχεια »ΤΡΟΖΑΘΩ
Τροζαθώ: τρελαθώ (τροζαίνομαι) .
Συνέχεια »ΥΣΤΕΡΑΤΑΙ
Υστεράται : στερείται (υστερούμαι) .
Συνέχεια »ΦΑΜΕΓΙΟΣ
Φαμέγιος (υποκορ. φαμεγιούρι) : οικότροφος υπηρέτης, συνήθως παιδί για αγροτικές εργασίες
Συνέχεια »ΦΑΣΟΥΛΕ
Φασουλέ: η φασολιά.
Συνέχεια »ΦΕΞΗ
Φέξη: φωτεινή ανταύγεια.
Συνέχεια »ΦΩΤΕΡΑΔΑ
Φωτεράδα : φωτεινότητα, φωτεινή ανταύγεια .
Συνέχεια »ΧΑΗΜΟΣ ΤΟ …..
Χαημός το…..: χαράς το….. (έκφραση απαξίωσης).
Συνέχεια »ΧΑΛΑΛΙΖΩ
Χαλαλίζω : διαθέτω ευχαρίστως .
Συνέχεια »ΧΑΜΑΙ
Χάμαι : χάμω, καταγής .
Συνέχεια »ΧΑΜΠΕΡΙ
Χαμπέρι : είδηση .
Συνέχεια »ΧΑΡΚΙΑΣ
Χαρκιάς: σιδηρουργός .
Συνέχεια »ΧΑΡΙΝΩ ΤΟ
Χαρίνω το….: υποκοριστικός τύπος του θωπευτικού “χαρώ το…” .
Συνέχεια »