Ξεκουραδώνω : διαλύω ένα κουράδι (κοπάδι) .
Συνέχεια »ΞΕΠΑΡΑΛΥΩ
Ξεπαραλυώ : ξηλώνω .
Συνέχεια »ΞΕΡΑΔΙ
Ξεράδι : ξερό κλαδί δέντρου, που αφαιρείται κατά το κλάδεμα .
Συνέχεια »ΞΕΤΑΙΡΙΑΖΩ
Ξεταιριάζω: χωρίζω δύο ταίρια.
Συνέχεια »ΞΕΤΟΥΡΤΟΥΡΩΝΩ
Ξετουρτουρώνω : ξεπαγιάζω .
Συνέχεια »ΞΕΤΡΕΧΩ
Ξετρέχω : προωθώ .
Συνέχεια »ΞΕΧΩΡΙΣΜΑΤΑ
Ξεχωρίσματα : ο αποχωρισμός .
Συνέχεια »ΞΟΜΠΛΙΑΣΤΡΑ
Ξομπλιάστρα : νοικοκυρά επιτήδεια στο ξόμπλιασμα, δηλ. επιδέξια στο στόλισμα των εργόχειρων .
Συνέχεια »ΟΝΟΜΗΣ
Για ονομής σου : για σένα, εδώ / για χάρη σου .
Συνέχεια »ΠΑΝΤΗΞΟΥΝ
Παντήξουν : συναντηθούν .
Συνέχεια »ΝΤΟΥΣΟΥΜΑΝΗΣ
Ντουσουμάνης : ο εχθρός .
Συνέχεια »ΝΤΟΥΣΟΥΝΤΙΖΩ
Ντουσουντίζω: συλλογίζομαι .
Συνέχεια »ΣΤΕΛΙΩΝΩ
Στελιώνω : στερεώνομαι .
Συνέχεια »ΛΟΧΗ
Λόχη : η ζέστη που εκλύεται από τη φωτιά .
Συνέχεια »ΜΑΖΩΧΤΡΑ
Μαζώχτρα : η εργάτρια για το μάζεμα των ελιών .
Συνέχεια »ΜΑΣΤΡΑΠΑΣ
Μαστραπάς: μεγάλο τσίγκινο κύπελλο .
Συνέχεια »