Μαστραπάς: μεγάλο τσίγκινο κύπελλο .
Συνέχεια »ΜΕΡΩΝΩ
Μερώνω : ηρεμώ, ημερεύω .
Συνέχεια »ΜΕΣΑΚΟΣ
Μεσακός :ο μεσαίος .
Συνέχεια »ΜΕΤΟΧΙ
Μετόχι : αγροτεμάχιο με μικρό κατάλυμα .
Συνέχεια »ΜΠΑΤΑΛΕΥΓΩ
Μπαταλεύγω: γίνομαι άχρηστος λόγω φθοράς .
Συνέχεια »ΜΠΕΓΕΝΤΩ – ΙΖΩ
Μπεγεντώ -ίζω: εκτιμώ κάτι επειδή το θεωρώ όμορφο, θαυμάζω .
Συνέχεια »ΜΠΙΣΤΕΜΕΝΟΣ
Μπιστεμένος:ο έμπιστος.
Συνέχεια »ΜΠΟΡΑΣΜΕΝΟ
Μπορεσάμενο : δυνατόν.
Συνέχεια »ΜΠΡΟΣΠΟΔΙΑ
Μπροσπόδια : η κάτω μεριά του κρεββατιού (μπροστά στο σημείο όπου αγγίζουν τα πόδια), όπου, για λόγους χώρου, τοποθετούσαν μαξιλάρια και ξάπλωναν τα μικρότερα παιδιά .
Συνέχεια »ΝΕΦΑΛΑ
Νέφαλα και νέφη: τα σύννεφα .
Συνέχεια »ΝΤΑΓΙΑΝΤΩ – ΙΖΩ
Νταγιαντώ -ίζω: αντέχω .
Συνέχεια »ΝΤΟΡΜΠΑΣ
Ντορμπάς:το ταγάρι.
Συνέχεια »ΚΑΤΣΟΥΛΙ
Κατσούλι : το γατάκι (υποκορ. του κάτης) .
Συνέχεια »ΚΑΩΜΕΝΑ
Καωμένα : καμωμένα .
Συνέχεια »ΚΛΙΝΗ
Κλίνη: το κρεββάτι .
Συνέχεια »ΚΟΝΤΕΜΙΡΙ
Κοντεμιρί : είδος μοχλού που ασφαλίζει την πόρτα .
Συνέχεια »