Λημεριώ : περνώ την ημέρα μου .
Συνέχεια »ΛΟΧΗ
Λόχη : η ζέστη που εκλύεται από τη φωτιά .
Συνέχεια »ΜΑΖΩΧΤΡΑ
Μαζώχτρα : η εργάτρια για το μάζεμα των ελιών .
Συνέχεια »ΜΑΣΤΡΑΠΑΣ
Μαστραπάς: μεγάλο τσίγκινο κύπελλο .
Συνέχεια »ΜΕΡΩΝΩ
Μερώνω : ηρεμώ, ημερεύω .
Συνέχεια »ΜΕΣΑΚΟΣ
Μεσακός :ο μεσαίος .
Συνέχεια »ΜΕΤΟΧΙ
Μετόχι : αγροτεμάχιο με μικρό κατάλυμα .
Συνέχεια »ΜΠΑΤΑΛΕΥΓΩ
Μπαταλεύγω: γίνομαι άχρηστος λόγω φθοράς .
Συνέχεια »ΜΠΕΓΕΝΤΩ – ΙΖΩ
Μπεγεντώ -ίζω: εκτιμώ κάτι επειδή το θεωρώ όμορφο, θαυμάζω .
Συνέχεια »ΜΠΙΣΤΕΜΕΝΟΣ
Μπιστεμένος:ο έμπιστος.
Συνέχεια »ΜΠΟΡΑΣΜΕΝΟ
Μπορεσάμενο : δυνατόν.
Συνέχεια »ΜΠΡΟΣΠΟΔΙΑ
Μπροσπόδια : η κάτω μεριά του κρεββατιού (μπροστά στο σημείο όπου αγγίζουν τα πόδια), όπου, για λόγους χώρου, τοποθετούσαν μαξιλάρια και ξάπλωναν τα μικρότερα παιδιά .
Συνέχεια »ΚΡΥΓΙΟΤΗ
Κρυγιότη: ψύχος.
Συνέχεια »ΛΑΗΝΙ
Λαήνι: πήλινο αγγείο.
Συνέχεια »ΛΑΙΜΟΤΡΑΧΗΛΑ
Τα λαιμοτράχηλα: ο λαιμός και το στήθος .
Συνέχεια »ΛΕΜΟΝΟΒΙΤΣΑ
Λεμονόβιτσα : η λεπτή βέργα (βίτσα) λεμονιάς .
Συνέχεια »