Παλέτι : δισκοειδής πέτρα με την οποία παιζόταν το παιχνίδι παλέτια ή ομάδες .
Συνέχεια »ΠΑΛΕΤΙ
23 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Λεξικό της Κρητικής διαλέκτου με σύντομη επεξήγηση της λέξης . Σε ορισμένες περιπτώσεις δίδονται και παραδείγματα για να «κατέχετε» .
23 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Παλέτι : δισκοειδής πέτρα με την οποία παιζόταν το παιχνίδι παλέτια ή ομάδες .
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Ανάλουστες : αυτές που δεν έχουν λουστεί .
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Αναμαζώνει : περιμαζεύει .
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Αναστορούμαι ( ανεστορούμαι ) : θυμάμαι .
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Ανημένω : περιμένω .
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Ανύχια : νύχια .
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Απαντήχουν : συναντούν .
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Απαντοχή : στήριγμα .
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Απανωπρούκια : η πρόσθετη προίκα.
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Απής : αφότου.
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Απίδι : το αχλάδι .
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Απήτις : αφότου .
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Αποτάξεις :κατορθώσεις να αποκτήσεις.
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Αμμάθια : μάτια
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Άρκαλος : ο ασβός .
Συνέχεια »5 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Αναγυρεύγω : αναζητώ
Συνέχεια »