Βαρμός : το μπάσιμο, η είσοδος
Συνέχεια »Βαροκαμπανίζω
Βαροκαμπανίζω: είμαι βαρύς στο ζύγισμα
Συνέχεια »Βαροκάρδιστη
Βαροκάρδιστη :κακή ψυχική διάθεση, στεναχώρια
Συνέχεια »Βατσιναμάτης
Βατσιναμάτης: αυτός που έχει στη μούρη του μαύρα στίγματα σαν τα βάτσινα (βατόμουρα).
Συνέχεια »Ανάπλαγο
Ανάπλαγο: ακαλλιέργητος αγρός, η πλαγιά.
Συνέχεια »Ανεργιάζω
Ανεργιάζω :καταλαβαίνω, το παίρνω χαμπάρι
Συνέχεια »Απανοβαρτάς
Απανοβαρτάς: ρουφιάνος, ανέντιμος.
Συνέχεια »Απόκειας
Απόκειας : έπειτα, μετά .
Συνέχεια »Αράσω
Αράσω : ορμώ από αγάπη .
Συνέχεια »Αναβαστώ
Αναβαστώ : υποβαστάζω, στηρίζω
Συνέχεια »Αναδακρυώνω
Αναδακρυώνω : δακρύζω, βουρκώνω
Συνέχεια »Ανάπλα
Ανάπλα : κουβέρτα
Συνέχεια »Αναστεναμένος
Αναστεναμένος : καημένος, ταλαίπωρος
Συνέχεια »Ανεμίζω
Ανεμίζω : προαισθάνομαι
Συνέχεια »Αντίντερο
Αντίντερο : αντίδερο
Συνέχεια »Απάκι
Απάκι : καπνιστό χοιρινό κρέας
Συνέχεια »