Ανεργιάζω :καταλαβαίνω, το παίρνω χαμπάρι
Συνέχεια »Απανοβαρτάς
Απανοβαρτάς: ρουφιάνος, ανέντιμος.
Συνέχεια »Απόκειας
Απόκειας : έπειτα, μετά .
Συνέχεια »Αράσω
Αράσω : ορμώ από αγάπη .
Συνέχεια »Βαγίζω
Βαγίζω : φροντίζω ιδιαίτερα κάποιον
Συνέχεια »Βάγκα
Βάγκα : χαντάκι, μεγάλο αυλάκι
Συνέχεια »Βάλια
Βάλια : τα βάσανα
Συνέχεια »Βαλίδικος
Βαλίδικος: εύφορος , γόνιμος , καρποφόρος
Συνέχεια »Βαρδαλές
Βαρδαλές: μέρος αδιαπέραστο, φράγμα αδιάβατο
Συνέχεια »Αντίντερο
Αντίντερο : αντίδερο
Συνέχεια »Απάκι
Απάκι : καπνιστό χοιρινό κρέας
Συνέχεια »Αποδεινιάζομαι
Αποδεινιάζομαι: δέχομαι κάτι με στεναχώρια
Συνέχεια »Αργαντινή
Αργαντινή : εσπέρα
Συνέχεια »Αρνεύω
Αρνεύω : ηρεμώ
Συνέχεια »Αρωδαμός
Αρωδαμός: τρυφερός βλαστός
Συνέχεια »Αμνώγω
Αμνώγω : ορκίζομαι
Συνέχεια »