Αγκανάδος: αγανακτισμένος, οργισμένος, άκεφος
Συνέχεια »Αγκανάρηση
Αγκανάρηση: αγανάκτηση, εξόργιση
Συνέχεια »Αγκανίζω
Αγκανίζω : γκαρίζω, φωνάζω δυνατά
Συνέχεια »Αγοΐζω
Αγοϊζω : παρεκτρέπομαι, οργιάζω
Συνέχεια »Αβαρεσά
Αβαρεσά : τεμπελιά, οκνηρία .
Συνέχεια »Αβατζέρνω
Αβατζέρνω : πλεονάζω, περισσεύω
Συνέχεια »Αβιζέρνω
Αβιζέρνω :εφιστώ τη προσοχή κάποιου, ειδοποιώ
Συνέχεια »Αλλαξοστράτησα
Αλλαξοστράτησα : άλλαξα δρόμο, πορεία .
Συνέχεια »Αλλαξοστράτησα
Αλλαξοστράτησα : άλλαξα δρόμο, πορεία .
Συνέχεια »Αλλοτινά
Αλλοτινά : παλαιών ημερών γεγονότα.
Συνέχεια »Αλουσιά
Αλουσιά (η) : αλισίβα, σταχτόνερο.
Συνέχεια »Άλλο λίγο
Άλλο λίγο : παραλίγο.
Συνέχεια »Αμάχη
Αμάχη : μίσος, κακία.
Συνέχεια »Αναγγασμένος
Αναγγασμένος : θυμωμένος.
Συνέχεια »Αναγελώ
Αναγελώ = κοροϊδεύω.
Συνέχεια »Αναδακρυώνει
Αναδακρυώνει : δακρύζει .
Συνέχεια »