Αναγγασμένος : θυμωμένος.
Συνέχεια »Αναγελώ
Αναγελώ = κοροϊδεύω.
Συνέχεια »Αναδακρυώνει
Αναδακρυώνει : δακρύζει .
Συνέχεια »Αναγορίζεις
Αναγορίζεις : διαλαλείς και κατηγορείς, σαν να μην ήθελες να γίνει.
Συνέχεια »Αναπαημένος
Αναπαημένος : ήσυχος.
Συνέχεια »Ανακουτέλωνε
Ανακουτέλωνε : γύριζε πίσω, τους άλλαζε πορεία.
Συνέχεια »Ακροπατείς
Ακροπατείς : περπατείς στις άκρες, στις γωνιές κρυφά.
Συνέχεια »Αλάβωτοι
Αλάβωτοι : ανέγγιχτοι, σώοι, δεν έχουν τραυματιστεί.
Συνέχεια »Αγιάρει
Αγιάρει : ισοβαρεί.
Συνέχεια »Αγγρίζομαι
Αγγρίζομαι : θυμώνω στεναχωριέμαι και κλαίω .
Συνέχεια »Αγκάρανθος
Αγκάρανθος : μικρό ακανθώδες φυτό .
Συνέχεια »Αγαλινά
Αγαλινά : ήρεμα .
Συνέχεια »Αδρής
Αδρής : άγριος, σκληρός.
Συνέχεια »Αγριμολόγος
Αγριμολόγος : αγριμοκυνηγός.
Συνέχεια »Αγριόθρουμπες
Αγριόθρουμπες : μικροί θάμνοι, ξαδέλφια των θυμαριών.
Συνέχεια »Αδικοξέτελα
Αδικοξέτελα : άδικα τέλη.
Συνέχεια »