Κοντοσιμώνω: πλησιάζω (σιμώνω) κοντά .
ΚΟΝΤΥΛΑ
Κόντυλα: τα σπασμένα κοτσάνια των σταχυών, απομεινάρια από το αλώνισμα
(μεγαλύτερα από τα άχυρα) .
ΚΟΠΕΛΙ
Το κοπέλι : το παιδί .
ΚΟΥΖΟΥΛΟΣ
Κουζουλός : τρελός, κυρίως με την έννοια του επιπόλαιου.
ΚΟΥΡΑΔΙ
Κουράδι: το κοπάδι .
ΚΡΑΧΤΗΣ
Κράχτης : πετεινός , κόκορας με δυνατή φωνή .
ΑΡΣΑΚΕΙΑΔΑ
Αρσακειάδα : η μαθήτρια του Αρσακείου , εκπαιδευμένη με ιδιαίτερη προσοχή σε θέματα ήθους , αγωγής και τρόπων συμπεριφοράς .
ΑΡΧΑΙΟΠΙΝΗΣ
Αρχαιοπινής : αυτός που διατηρεί πολλά αρχαϊκά στοιχεία .
ΑΡΣΕΝΟΚΟΙΤΗΣ
Αρσενοκοίτης : αυτός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με άντρες .
ΑΡΧΑΙΟΠΡΕΠΗΣ
Αρχαιοπρεπής : αυτός που αρμόζει στους αρχαίους τρόπους , έθιμα , γλώσσα κ.λπ.
ΑΡΤΑΙΝΩ
Αρταίνω : νοστιμίζω φαγητά με καρυκεύματα .
ΑΡΧΑΙΡΕΣΙΕΣ
Αρχαιρεσίες : η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη αρχών ( μελών προεδρείου , διοικητικού συμβουλίου κ.λπ. ).
ΑΡΤΑΙΝΟΜΑΙ
Αρταίνομαι : σταματώ τη νηστεία , τρώω φαγητό με αρτύματα .
ΑΡΧΕΤΥΠΟ
Αρχέτυπο : αυτός που διαμορφώθηκε ήδη από την αρχή και μπορεί να αποτελέσει πρότυπο .
ΑΡΤΕΜΩΝ
Αρτέμων : το μικρό τριγωνικό πανί του μικρού καταρτιού της πλώρης .
ΑΡΤΕΡΓΑΤΗΣ
Αρτεργάτης : αυτός που εργάζεται σε αρτοποιείο ως ζυμωτής ή φουρνιστής .