Αρχαιρεσίες : η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη αρχών ( μελών προεδρείου , διοικητικού συμβουλίου κ.λπ. ).
ΑΡΤΑΙΝΟΜΑΙ
Αρταίνομαι : σταματώ τη νηστεία , τρώω φαγητό με αρτύματα .
ΑΡΧΕΤΥΠΟ
Αρχέτυπο : αυτός που διαμορφώθηκε ήδη από την αρχή και μπορεί να αποτελέσει πρότυπο .
ΑΡΤΕΜΩΝ
Αρτέμων : το μικρό τριγωνικό πανί του μικρού καταρτιού της πλώρης .
ΑΡΤΕΡΓΑΤΗΣ
Αρτεργάτης : αυτός που εργάζεται σε αρτοποιείο ως ζυμωτής ή φουρνιστής .
ΑΡΤΕΣΙΑΝΟ ΦΡΕΑΡ
Αρτεσιανό φρέαρ : πηγάδι που επικοινωνεί με υπόγειο υδροφόρο στρώμα και από το οποίο το νερό αναβλύζει χωρίς άντληση , λόγω φυσικής πιέσεως σύμφωνα με την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων .
ΑΡΤΙ
Αρτι : (επίρρημα ) μόλις , πρόσφατα , προ ολίγου .
ΑΡΤΙΓΕΝΗΣ
Αρτιγενής : αυτός που μόλις γεννήθηκε , μόλις απέκτησε υπόσταση .
ΑΡΤΙΩΝΩ
Αρτιώνω : δίνω σε κάτι τέλεια μορφή , το καθιστώ άρτιο .
ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ
Αρτοκλασία : ειδική τελετή στις μεγάλες γιορτές , κατά την οποία ο ιερέας ευλογεί τους προσφερόμενους πέντε άρτους , που θα μοιραστούν στο εκκλησίασμα .
ΑΡΓΗΤΑ
Αργητα : η καθυστέρηση .
ΑΡΝΗΣΙΘΕΟΣ
Αρνησίθεος : αυτός που δεν πιστεύει σε Θεό ή αρνείται την ύπαρξη του Θεού .
ΑΡΑΧΙΔΑ
Αραχίδα : το φυτό από τοοποίο παράγονται τα αράπικα φυστίκια .
ΑΡΝΗΣΙΚΥΡΙΑ
Αρνησικυρία : το δικαίωμα του αρχηγού κράτους ή ενός κράτους -μέλους διεθνούς οργανισμού , να μην κυρώνει ένα νόμο …το βέτο.
ΑΡΑΤΙΚΟΣ
Αρατικός : αυτός που σχετίζεται με ευχή ή κυρίως με κατάρα .
ΑΡΟΔΟ
Αρόδο : σε μακρινή απόσταση .