Εθνικοποίηση : το να γίνε κάτι εθνικό, το να υπάγεται στην ευθύνη του κράτους.
Ειμαρμένη
Ειμαρμένη : αυτό που θεωρείται ότι έχει προκαθοριστεί να συμβεί στον καθένα, η
μοίρα που επηρεάζει και διαμορφώνει καθοριστικά τις επιλογές στη ζωή.
Εθνικόφρων
Εθνικόφρων : αυτός που έχει εθνικά φρανήματα, που πιστεύει στην ιδέα του έθνους,
την υποστηρίζει και την προβάλλει.
Ειρημένος
Ειρημένος : αυτός που έχει λεχθεί.
Εθνοβόρος
Εθνοβόρος : ο φθοροποιός ή και καταστροφικός για το έθνος.
Ειρηνισμός
Ειρηνισμός : η αντίθεση στον πόλεμο ή τη χρήση βίας ως μέσο επιλύσεως διαφορών
και ειδικότ. η άρνηση αναμείξεως σε στρατιωτικές, πολεμικές επιχειρήσεις
εξαιτίας προσωπικών αρχών ή πεποιθήσεων.
Εθνοκάθαρση
Εθνοκάθαρση : η βίαιη μετακίνηση των μελών μιας εθνότητας από μια περιοχή ή και
ο αφανισμός τους, η μαζική τους εξόντωση.
Ειρκτή
Ειρκτή : το δημόσιο δεσμωτήριο, κάθε τόπος καταδίκης ή ακούσιας κράτησης για
έκτιση ποινής.
Εθνοκεντρισμός
Εθνοκεντρισμός : η αναγωγή των πάντων στην ιδέα του έθνους και στο ίδιο το
έθνος.
Εθνοτικός
Εθνοτικός : αυτός που σχετίζεται με πληθυσμιακή ομάδα ενός έθνους, η οποία
αποτελεί ενότητα.
Εγωπαθής
Εγωπαθής : αυτός που αγαπά παθολογικά τον εαυτό του, που χαρακτηρίζεται από
υπερβολικό εγωισμό και φιλαυτία.
Εγωτισμός
Εγωτισμός : η υπερβολική αυτοανάλυση και αυτοκαλλιέργεια του ατόμου με σκοπό την
ανάδειξη και τελειοποίηση κάθε προσωπικού και πρωτότυπου στοιχείου του ή την
ατομική του τελειοποίηση.
Εδαφικότητα
Εδαφικότητα : το δικαίωμα κράτους να τιμωρεί τους αλλοδαπούς που διαπράττουν
έγκλημα στο έδαφος του.
Έδικτον
Έδικτον : διάταγμα που εκδιδόταν από άρχοντα.
Εδραίος
Εδραίος : αυτός που χαρακτηρίζεται από απόλυτη σταθερότητα, που δεν είναι
δυνατόν να κλονιστεί ή να μετακινηθεί.
Εδωδιμοπωλείο
Εδωδιμοπωλείο : εμπορικό κατάστημα στο οποίο πωλούνται τρόφιμα.