Αεράγημα : το στρατιωτικό άγημα που μεταφέρεται με αεροπλάνο ή ελικόπτερο .
ΑΕΡΑΚΑΤΟΣ
Αεράκατος : σκάφος μικρού βυθίσματος που προωθείται με έλικα και διευθύνεται με πηδάλιο αεροσκάφους .
ΑΕΡΓΙΑ
Αεργία : το να μην εργάζεται κανείς με προσωπική του επιλογή ( κυρίως από τεμπελιά ).
ΑΕΡΙΟΦΩΣ
Αεριόφως : το φως που παράγεται από φωταέριο .
ΑΕΡΟΒΑΜΩΝ
Αεροβάμων : αυτός που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας .
ΑΔΟΛΕΣΧΙΑ
Αδολεσχία : η υπερβολική σε μάκρος , φλύαρη και κουραστική ομιλία .
ΑΕΡΟΒΙΟΣ
Αερόβιος : αυτός που χρειάζεται οξυγόνο για να υπάρξει ή να συντελεστεί .
ΑΔΡΑΧΝΩ
Αδράχνω : αρπάζω …Αδραξε την ευκαιρία : δεν άφησε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη .
ΑΕΡΟΓΑΜΟΣ
Αερόγαμος : φυτό του οποίου η επικονίαση γίνεται από τη γύρη που μεταφέρει ο αέρας .
ΑΔΡΑΧΤΙ
Αδράχτι : το μεταλλικό ή ξύλινο κυλινδρικό εργαλείο για το γνέσιμο υφαντικού υλικού .
ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΑ
Αερόγραμμα : η επιστολή της οποίας ο φάκελος θεωρείται το ίδιο χαρτί το οποίο είναι γραμμένη , εφόσον διπλωθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε στην εξωτερική πλευρά να αναγραφούν τα στοιχεία του αποστολέα και του παραλήπτη και να επικολληθεί το γραμματόσημο .
ΑΔΡΟΜΕΡΗΣ
Αδρομερής : αυτός που αναφέρεται σε αδρά , προέρχοντα , απολύτως βασικά χαρακτηριστικά .
ΑΕΡΟΔΥΝΟ
Αερόδυνο : κάθε αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα , που πετά με βάση τις αεροδυνάμεις . π.χ αεροπλάνο , ελικόπτερο ..
ΑΔΡΟΜΙΣΘΟΣ
Αδρόμισθος : αυτός που αμείβεται αδρά , με μεγάλο μισθό .
ΑΔΡΟΣ
Αδρός : αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλο μέγεθος , από επάρκεια .
ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΣ
Αειπάρθενος : αυτή που διατηρεί την παρθενική αγνότητα σε όλη τη διάρκεια της ζωής ( ως προσφώνηση της Παναγίας ).