Βεγγέρα , βεγγερίζω, είναι η συνάντηση γυναικών και παιδιών, οι άντρες ίσως αντί αυτού να πηγαίνουν στο καφενείο της γειτονιάς σε πεζούλες στο δρόμο έξω από τα σπίτια, κατά τη δύση του ήλιου, μετά τον απογευματινό ύπνο και μέχρι να νυχτώσει το καλοκαίρι, στις βεγγέρες ανταλλάσσονται νέα, λέγονται ιστορίες, είναι η ώρα που όλοι ξαποσταίνουν από της δουλειές της ημέρας, αλλά είναι και η ώρα που απολαμβάνει κανείς τη δροσιά μετά το λιοπύρι του μεσημεριού.
ΑΝΑΚΥΠΤΩ
Αναδύομαι , προκύπτω , σηκώνω κεφάλι .
ΒΟΥΛΙΜΙΑ
Μεγάλη πείνα , αδηφαγία , μεγάλη όρεξη για κάτι …
ΑΝΆΠΛΟΥΣ
Ο πλους αντίθετα με το ρέμα .
ΒΡΊΘΩ
Είμαι βαρύς , βαριά φορτωμένος , υπερισχύω , επικρατώ .
ΑΝΑΦΑΙΝΩ
Κάνω κάτι να φανεί , φέρω σε φως .
ΒΡΟΧΟΣ
Θηλιά , σχοινί για απαγχονισμό .
ΑΝΤΙΞΟΟΣ
Αντίθετος , δυσμενής , εχθρικός .
ΓΟΝΥΠΕΤΗΣ
Γονατιστός, αυτός που ικετεύει γονατιστός .
ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ
Αβάσιμος , μη πραγματικός .
ΑΞΕΣΤΟΣ
Απελέκητος , αμόρφωτος , αγροίκος .
ΆΟΚΝΟΣ
Ακούραστος , χωρίς φόβο , αποφασιστικός .
ΑΠΆΓΩ
Μεταφέρω μακριά , απομακρύνω αιφνιδίως .
ΆΠΑΞ
Μια φορά μόνο ( δια παντός = οριστικά ) .
ΒΑΘΥΚΡΗΜΝΟΣ
Αυτός που έχει βαθύς και απότομους γκρεμούς .
ΒΑΡΥΘΥΜΟΣ
Αγανακτισμένος , κατηφής , με κακή διάθεση .