Γονατιστός, αυτός που ικετεύει γονατιστός .
ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ
Αβάσιμος , μη πραγματικός .
ΑΞΕΣΤΟΣ
Απελέκητος , αμόρφωτος , αγροίκος .
ΆΟΚΝΟΣ
Ακούραστος , χωρίς φόβο , αποφασιστικός .
ΑΠΆΓΩ
Μεταφέρω μακριά , απομακρύνω αιφνιδίως .
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ
Εικονική έκφραση .
ΑΝΗΚΕΣΤΟΣ
Αθεράπευτος , αγιάτρευτος .
ΑΛΛΟΠΡΟΣΑΛΛΟΣ
Ευμετάβλητος , ασταθής , αβέβαιος .
ΑΝΟΙΚΟΝΟΜΗΤΟΣ
Ατακτοποίητος , άτακτος , πρόχειρος .
ΑΛΛΟΤΡΙΟΣ
Αυτός που ανήκει σε άλλον .
ΑΝΟΥΘΕΤΗΤΟΣ
Αυτός που δεν ακούει συμβουλές .
ΑΛΟΙΔΟΡΗΤΟΣ
Αυτός που δεν κατηγορήθηκε .
ΑΝΤΑΓΟΡΕΥΩ
Αγορεύω εναντίον κάποιου .
ΑΛΩΒΗΤΟΣ
Ακέραιος , απείρακτος .
ΑΝΤΑΚΟΥΩ
Ακούω την απάντηση στα λόγια μου .
ΑΜΕΠΤΟΣ
Άψογος , ακατηγόρητος .