Εγκάθετος : αυτός που σκόπιμα τοποθετείται κάπου, εκτελώντας πιστά συγκεκριμένες
εντολές, συνήθως για την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία πολιτικών προσώπων.
Εγκαθίδρυση
Εγκαθίδρυση : η ίδρυση σε συγκεκριμένο τόπο.
Εγκαιροφλεγής
Εγκαιροφλεγής : αυτός που αναφλέγεται εύκολα, στην κατάλληλη στιγμή.
Εγκαλλώπισμα
Εγκαλλώπισμα : οτιδήποτε για το οποίο μπορεί να κανείς να καμαρώνει, να καυχάται.
Εγκαταβίωση
Εγκαταβίωση : γενικά ο τρόπος ζωής, το πως ζει κανείς κάπου, η ζωή σε μονή, το να μανόζει, να ασκητεύει.
Εγκατασπείρω
Εγκατασπείρω : σκορπίζω στο χώρο, εκτοξεύω προς όλες τις κατευθύνσεις.
Έγκειται
Έγκειται : βρίσκεται, ενυπάρχει.
Εγκεφαλοκήλη
Εγκεφαλοκήλη : η πρόπτωση τμήματος του εγκεφάλου από τρύπα του κρανίου
(προέρχεται συνήθως από σοβαρό τραύμα).
Έγκλεισμα
Έγκλεισμα : μικροσκοπικό σώμα σε στερεή, υγρή ή αέρια κατάσταση, που εγκλείεται
στους κρυστάλλους διαφόρων ορυκτών.
Έγγειος
Έγγειος : αυτός που αναφέρεται στη γη, που συνιστά ακίνητο περιουσιακό στοιχείο
ή προέρχεται από αυτό.
Εγκλείστρα
Εγκλείστρα : κάθε κλειστός χώρος, σπηλιά, όπου μονάζει ένας ασκητής.
Έγγιστα
Έγγιστα : πάρα πολύ κοντά.
Εγκληματογραφία
Εγκληματογραφία : η περιγραφή και κατάταξη των εγκλημάτων.
Εγγράμματος
Εγγράμματος : αυτός που γνωρίζει γράμματα, που έχει μόρφωση.
Έγκληση
Έγκληση : η καταγγελία αδικήματος με απαίτηση τιμωρίας του δράστη, μήνυση που υποβάλλεται εκ μέρους του παθόντος ή σχετικού προσώπου για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε εναντίον του ή εναντίον των οικείων του.
Εγγραφέας
Εγγραφέας : όργανο που επιτρέπει τη συνεχή ή κατά διαστήματα καταγραφή της
πορείας ενός φυσικού μεγέθους.