Δραγόνος : πολεμιστής του ελαφρού ιππικού, ο οποίος μαχόταν και ως στρατιώτης του πεζικού.
Δράκα
Δράκα : η ποσότητα που μπορεί να κρατήσει κανείς στη χούφτα του.
Δρασκελιά
Δρασκελιά : το άνοιγμα των ποδιών κατά τον βηματισμό.
Δράττομαι
Δράττομαι : αρπάζω, επωφελούμαι.
Δραχμοσυντήρητος
Δραχμοσυντήρητος : αυτός που συντηρείται με πενιχρούς οικονομικούς πόρους, που μπορεί να εξασφαλίσει ένα ελάχιστα ανεκτό βιοτικό επίπεδο.
Δρεπανοκύτταρο
Δρεπανοκύτταρο : το ερυθρό αιμοσφαίριο, του οποίου το σχήμα έχει παραμορφωθεί τόσο ώστε να μοιάζει με δρεπάνι λόγω ελαττώσεως του οξυγόνου του περιβάλλοντος του.
Δρίμες
Δρίμες : οι δαίμονες που κατά τις λαϊκές προλήψεις κάνουν κακό στα ρούχα, στους λουόμενους, τα αμπέλια κ.ά.
Δρόγη
Δρόγη : η ζωική ή φυτική πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαρμάκων, επίσης, χαρακτηρισμός φαρμάκων.
Δρόλαπας
Δρόλαπας : βροχή μαζί με σφοδρό αέρα.
Δρουγγάριος – δρουγγάρης
Δρουγγάριος – δρουγγάρης : αξιωματούχος του στρατού, του στόλου ή της δικαιοσύνης.
Δρωτσίλα
Δρωτσίλα : η εμφανίση εξανθημάτων στο δέρμα, που οφείλεται στη υπερβολική εφίδρωση κατά τις καλοκαιρινές ζέστες.
Δυναμό
Δυναμό : η συσκευή που παράγει συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα και τροφοδοτεί μπαταρίες, όσο και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις αυτοκινήτων.
Δόλιχος
Δόλιχος : δρόμος αντοχής μεγάλων αποστάσεων και μονάδα μήκους που ισοδυναμούσε με δώδεκα στάδια.
Δολομίτης
Δολομίτης : ανοιχτόχρωμο, συνήθως κιτρινωπό ή γκριζόλευκο ορυκτό, που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο και μαγνήσιο και απαντά στη φύση κυρίως σε μορφή μικρών συμπαγών κρυστάλλων, χρησιμοποιείται στην οικοδομική, τη γλυπτική, τη δικοσμητική και ως πυρίμαχο υλικό.
Δομέστικος ή Δομέστιχος
Δομέστικος ή Δομέστιχος : έμπιστο πρόσωπο που κατείχε ανώτερο αξίωμα στη στρατιωτική, πολιτική και εκκλησιαστική διοίκηση.
Δομικός
Δομικός : αυτός που σχετίζεται με τη δόμηση, με την κατασκευή ή το χτίσιμο.