Ερέα : μάλλινο ύφασμα μεγάλης πυκνότητας και ανθεκτικότητας.
Ερέα
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Ερέα : μάλλινο ύφασμα μεγάλης πυκνότητας και ανθεκτικότητας.
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Επίνευση : η κάμψη της κεφαλής προς τα εμπρός.
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Ερείδομαι : αποδέχομαι ως αξιόπιστο στήριγμα, χρησιμοποιώ ως σταθερό δεδομένο, στηρίζομαι.
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Επίορκος : αυτός που καταπατεί, που αθετεί τον όρκο του.
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Ερίφης : ο πονηρός άνθρωπος, που με υπολογισμούς προσπαθεί να ξεπεράσει τους υπόλοιπους.
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Επιπεφυκώς : ο λεπτός διαφανής βλεννογόνος που σκεπάζει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων και την εξωτερική επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού.
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Έρμα : το συνολικό βάρος που προστίθεται σε σκάφος, για να ρυθμίζει την ισορροπία του.
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Επιπολάζω : πλέω πάνω στην επιφάνεια υγρού, επιπλέω.
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Ερπύστρια : καθεμιά από τις δύο συνεχείς, αρθρωτές, εύκαμπτες και εξαιρετικά ανθεκτικές αλυσίδες ή ταινίες, που περνούν πάνω από τους τροχούς, συνήθως στρατιωτικού άρματος, επιτρέποντας την κίνηση του σε ανώμαλα εδάφη.
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Επίρρωση : η ενδυνάμωση, η ισχυροποίηση (σε κάτι).
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Επισείω : κραδαίνω (κάτι) απειλητικά, προκαλώ φόβο ή απειλή λέγοντας (κάτι).
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Επιστητό : αυτό που μπορεί να προσεγγίσει ο άνθρωπος μέσω της γνώσης και αποτελεί αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας.
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Επίσχεση : η διακοπή μιας ενέργειας .
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Επίταση : η αύξηση της εντάσεως.
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Επιψαύω : αγγίζω ανεπαίσθητα, με ανάλαφρο τρόπο.
29 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Επιδιδυμίδα : επιμήκης σχηματισμός που περιβάλλει από πάνω και πίσω καθέναν από
τους όρχεις και στον οποίο αποθηκεύεται το σπέρμα μέχρι την έξοδο του από το
πέος.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο