Διωδία : μελωδία που εκτελείται από δύο φωνές, ντουέτο.
Διωστήρας
Διωστήρας : ράβδος που μετατρέπει την παλινδρομική κίνηση σε περιστροφική μεταξύ δύο εξαρτημάτων αρθρωμένων στα άκρα της με παράλληλους άξονες.
Δόγα
Δόγα : κυρτή σανίδα βαρελιού.
Δισκοπάθεια
Δισκοπάθεια : κάθε πάθηση μεσοσπονδύλιων δίσκων της σπονδυλικής στήλης του ανθρώπου.
Δογματίζω
Δογματίζω : αποφαίνομαι με τρόπο που δεν επιδέχεται αντίρρηση.
Διολισθαίνω
Διολισθαίνω : γλιστρώ και ξεφεύγω από την πορεία μου.
Διομολόγηση
Διομολόγηση : οι αμοιβαίες συμφωνίες για παροχή προνομίων σε υπηκόους ισχυρών κρατών, που ζουν σε μη αναπττυγμένες χώρες.
Διονυσιάζομαι
Διονυσιάζομαι : βακχεύω, οργιάζω, μεθοκοπώ.
Διονυσιασμός
Διονυσιασμός : η έξαψη των αισθήσεων που συνοδεύεται από ερωτικό οίστρο, η μανία για απολαύσεις.
Διόραμα
Διόραμα : θέαμα κατά το οποίο τα όσα παριστάνονται δίνουν την ψευδαίσθηση του πραγματικού λόγω του κατάλληλου φωτισμού.
Διόρυξη
Διόρυξη : η εσκαφή, η διάνοιξη τάφρου, η κατασκευή διώρυγας.
Διοσημία
Διοσημία : φυσικό ή καιρικό φαινόμενο, που οι αρχαίοι αντιμετώπιζαν σαν μήνυμα από τους θεούς ή οιωνό που προανήγγελλε το μέλλον.
Διπλαρώνω
Διπλαρώνω : πλησιάζω κάποιον με υστερόβουλους σκοπούς.
Διπλογραφία
Διπλογραφία : η τήρηση λογιστικών βιβλίων με χρέωση ενός λογαριασμού και αντίστοιχη πίστωση άλλου.
Διπλωπία
Διπλωπία : η διαταραχή της όρασης, κατά την οποία ο ασθενής βλέπει τα αντικείμενα διπλά.
Δίλημμα
Δίλημμα : συλλογισμός που συνίσταται σε δύο αντιθετικές προτάσεις, από τις οποίες όποια και αν επιλεγεί θα έχει εξίσου θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα.