Δικαιοδόχος : αυτός στον οποίο μεταβιβάζονται τα δικαιώματα άλλου.
Δικαιοπάροχος
Δικαιοπάροχος : αυτός που μεταβιβάζει δικαιώματα του σε άλλο.
Δικαιοπραξία
Δικαιοπραξία : η δήλωση της βούλησης προσώπου, η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή έννομου αποτελέσματος.
Δικαιοστάσιο
Δικαιοστάσιο : προσωρινή αναστολή της λειτουργίας της δικαιοσύνης σε έκτακτες περιπτώσεις ύστερα από ειδική νομική ρύθμιση.
Δικανικός
Δικανικός : αυτός που αναφέρεται σε δίκη ή δικαστήριο.
Δικέλλα
Δικέλλα : εργαλείο για σκάψιμο, που έχει τη μία άκρη διχαλωτή.
Δικλίδα
Δικλίδα : η βαλβίδα που ρυθμίζει την κίνηση υγρού ή αερίου προς μία διεύθυνση, χωρίς να του επιτρέψει να αντιστρέψει πορεία.
Δικογραφία
Δικογραφία : το σύνολο των εγγράφων που αναφέρονται στην εκδίκαση μιας υπόθεσης και περιλαμβάνουν το αντίγραφο της αγωγής, τις κατατεθείσες προτάσεις των διαδίκων με τα αποδεικτικά στοιχεία και το σκεπτικό των δύο πλευρών.
Δικολάβος
Δικολάβος : πρακτικός δικηγόρος που δεν έχει πτυχίο και μπορεί να δικηγορεί μόνον σε κατώτερα δικαστήρια.
Δικομανία
Δικομανία : η μανία για δίκες, η υπερβολική επιθυμία να παρακολουθεί κανείς δίκες ή να προσφεύγει συχνά στη δικαιοσύνη.
Δικονομία
Δικονομία : το σύνολο των νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης από τα δικαστήρια, καθορίζοντας τα όργανα, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία παροχής νομικής προστασίας στα πρόσωπα των οποίων θίγονται τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα.
Διηλεκτρικός
Διηλεκτρικός : αυτός που δεν είναι καλός αγωγός του ηλεκτρικού ρεύματος.
Δικράνι
Δικράνι : γεωργικό εργαλείο το οποίο αποτελείται από ξύλινο στέλεχος που απολήγει σε διχαλωτό άκρο και χρησιμοποιείται σε διάφορες γεωργικές εργασίες.
Χαλεύου
Χαλεύου (ρημ.) = ζητάω
Χπιούμι
Χπιούμι (ρημ.) = χτυπιέμαι
Χατάς
Χατάς (ο) = κακό συμβάν