Διήκω : φθάνω από ένα σημείο σε άλλο.
Διήκω
20 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
20 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διήκω : φθάνω από ένα σημείο σε άλλο.
20 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διδάχος : αυτός που υποδεικνύει ή διδάσκει τους άλλους, ο δάσκαλος.
7 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διατρίβω : περνώ το χρόνο μου συγκεκριμένο χώρο.
7 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διαφαίνομαι : διακρίνομαι αμυδρά, όχι πλήρως, μόλις που φαίνομαι.
7 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διάφεγγος : αυτός που μπορεί να τον διαπεράσει το φως.
7 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διαφεντεύω : έχω υπό την εξουσία μου.
7 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διαφιλονικώ : θέτω υπό αμφισβήτηση.
7 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διαφορίζω : εκτελώ υπολογισμούς, για να βρώ το διαφορικό.
7 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διαχαράσσω : καθορίζω (τα όρια) χαράσσοντας γραμμές.
7 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διαχρονία : η μελέτη των φαινομένων μέσα στο χρόνο.
7 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διατελώ : βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση.
7 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διαχρωμία : τεχνική για την μετατροπή του ασπρόμαυρου φιλμ σε έγχρωμο.
7 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διατίμηση : ο προκαθορισμός και έλεγχος του ανώτερου ορίου τιμής των εμπορευμάτων.
7 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διβάνι : η αίθουσα συνενδριάσεων της κυβέρνησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
7 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διατιμώ : προκαθορίζω το ανώτερο όριο (τιμής ή αμοιβής).
7 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διβολίζω : οργώνω για δεύτερη φορά, για να καταστραφούν τα ζιζάνια.