Διατρανώνω : εξωτερικεύω με κατηγορηματικό τρόπο.
Διατρίβω
Διατρίβω : περνώ το χρόνο μου συγκεκριμένο χώρο.
Διαφαίνομαι
Διαφαίνομαι : διακρίνομαι αμυδρά, όχι πλήρως, μόλις που φαίνομαι.
Διάφεγγος
Διάφεγγος : αυτός που μπορεί να τον διαπεράσει το φως.
Διαφεντεύω
Διαφεντεύω : έχω υπό την εξουσία μου.
Μακαριστός , μακαρίτης , αξιομακάριστος
Το αρχαιοπρεπές μακαριστός κατά κυριολεξίαν σημαίνει αυτός που θεωρείται καλότυχος και ευλογημένος, χρησιμοποιείται για αποθανόντες ιερωμένους πχ “Ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος” .
Για τους μη ιερωμένους χρησιμοποιείται το μακαρίτης, που με τον θάνατό του γλύτωσε από τα βάσανα της ζωής. Επίσης συχωρεμένος, πεθαμένος. Μακαρίτης κατά κυριολεξία σημαίνει ευτυχισμένος. Από το αρχαίο μάκαρ, από όπου και το μακάριος.
Στην εκκλησιαστική γλώσσα χρησιμοποιείται εκτός από το μακαριστός, η λέξη αξιομακάριστος.
Φρίγουμι
Φρίγουμι (ρημ.) = τρομάζω
Φουκαλνώ
Φουκαλνώ (ρημ.) = σαρώνω, σκουπίζω. Σημαίνει όμως και καθαρίζω κάποιον, σκοτώνω
Φουρλιάζου
Φουρλιάζου (ρημ.) = πετάω κάτι π.χ. στα σκουπίδια
Φυράδα
Φυράδα (η) = χαραμάδα σε ξύλο, σχίσιμο
Φιλίτσα
Φιλίτσα (η) = φέτα ψωμίου
Τσιγκλίζου
Τσιγκλίζου (ρημ.) = πειράζω
Φάγουσα
Φάγουσα (η) = στοματίτιδα (αρρώστια)
Τηρώ
Τηρώ (ρημ.) = κοιτάω
Φιρχάν’
Φιρχάν’ (το) = κουρτίνα. Προέρχεται απο τη γερμαν. λεξη: Vorhang = κουρτίνα
Τσιούγκου
Τσιούγκου (το) = χέρι