Σουρούκι (το) = μύτη
Σπλινίζουμι
Σπλινίζουμι (ρημ.) = ζηλεύω, λιμπίζομαι
Σχ΄τιά
Σχ΄τιά (τα) = κουβέρτες
Σώπα κι μούλουνι
Σώπα κι μούλουνι (έκφραση) = σώπα και μή μιλάς, με την ένοια, «πάλι καλά, υπάρχουν και χειρότερα»
Σιντούκι
Σιντούκι (το) = φέρετρο
Σκαρκάλι
Σκαρκάλι (το) = ακρίδα
Στραβός
Στραβός (επιθ.) = τυφλός, αυτός που δεν βλέπει καλά
Σουλταρής
Σουλταρής (o) = ανεπρόκος (άτακτος που τριγυρνάει συνεχώς)
Σιαρσιάρου
Σιαρσιάρου (η) = δροσιστική βροχή
Σιαρσιαρίζου
Σιαρσιαρίζου (ρημ.) = δροσίζω
Σουλτόχιονο
Σουλτόχιονο (το) = έντονη χιονόπτωση
Σπουρλίτ΄
Σπουρλίτ΄ (το) = σπουργίτι
Συλλουΐζουμι
Συλλουΐζουμι (ρημ.) = σκέφτομαι, προβληματίζομαι
Διαστίζω
Διαστίζω : τοποθετώ σε κείμενα σημεία στίξεως , γεμίζω κάποιον ή κάτι με στίγματα.
Διάστικτος
Διάστικτος : ο γεμάτος στίγματα
Διάστιχο
Διάστιχο : το τυπογραφικό διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο αράδες . Η ειδική πλάκα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία