Επαφίεμαι : εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ή υπόθεση μου στην κρίση ή τη διάθεση
(κάποιου).
Επαχθής
Επαχθής : αυτός που επιβαρύνει, ο δυσβάστακτος.
Επείσακτος
Επείσακτος : αυτός που προέρχεται από έξω, από άλλη χώρα.
Επέκεινα
Επέκεινα : πέρα από ορισμένο τόπο, χρόνο, ποσό.
Έπηλυς
Έπηλυς : αυτός που ήρθε από άλλη χώρα, αλλοδαπός.
Επιδιδυμίδα
Επιδιδυμίδα : επιμήκης σχηματισμός που περιβάλλει από πάνω και πίσω καθέναν από
τους όρχεις και στον οποίο αποθηκεύεται το σπέρμα μέχρι την έξοδο του από το
πέος.
Επιζωοτία
Επιζωοτία : λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια, που προσβάλλει συγχρόνως μεγάλο
αριθμό κατοικίδιων ζώων και ορίζεται ως τέτοια από το νόμο.
Επικουρία
Επικουρία : η παροχή ενισχύσεως, βοήθειας.
Εξωνημένος
Εξωνημένος : εξαγορασμένος, αυτός που με την υπόσχεση ή τη λήψη ανταλλαγμάτων
δεν ενεργεί νόμιμα ή ηθικά.
Επίμεμπτος
Επίμεμπτος : αυτός που είναι άξιος κατακρίσεως.
Εξωραΐζω
Εξωραΐζω : καθιστώ (κάτι) ωραίο, ομορφαίνω, καλλωπίζω.
Επίμορτος
Επίμορτος : αυτός που καλλιεργείται με τη συμφωνία να καρπώνεται ο καλλιεργητής
μέρος της σοδειάς.
Επαγγελία
Επαγγελία : η υπόσχεση.
Επίνειο
Επίνειο : λιμάνι ή πόλη γύρω από λιμάνι, από όπου εξυπηρετείται μεγαλύτερο
αστικό κέντρο, μια μεσόγεια πόλη.
Επαίρομαι
Επαίρομαι : καυχώμαι, υπερηφανεύομαι.
Επαίσχυντος
Επαίσχυντος : αυτός για τον οποίο ντρέπεται κανείς, επονείδιστος.