Εξωνημένος : εξαγορασμένος, αυτός που με την υπόσχεση ή τη λήψη ανταλλαγμάτων
δεν ενεργεί νόμιμα ή ηθικά.
Επίμεμπτος
Επίμεμπτος : αυτός που είναι άξιος κατακρίσεως.
Εξωραΐζω
Εξωραΐζω : καθιστώ (κάτι) ωραίο, ομορφαίνω, καλλωπίζω.
Επίμορτος
Επίμορτος : αυτός που καλλιεργείται με τη συμφωνία να καρπώνεται ο καλλιεργητής
μέρος της σοδειάς.
Επαγγελία
Επαγγελία : η υπόσχεση.
Επίνειο
Επίνειο : λιμάνι ή πόλη γύρω από λιμάνι, από όπου εξυπηρετείται μεγαλύτερο
αστικό κέντρο, μια μεσόγεια πόλη.
Επαίρομαι
Επαίρομαι : καυχώμαι, υπερηφανεύομαι.
Επαίσχυντος
Επαίσχυντος : αυτός για τον οποίο ντρέπεται κανείς, επονείδιστος.
Επακτή
Επακτή : η ηλικία της Σελήνης την 1η Μαρτίου, που είναι ίδια με την ηλικία της
την 1η Ιανουαρίου, χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των κινητών εορτών.
Επανωκαλύμμαυχο
Επανωκαλύμμαυχο : μαύρο κάλυμμα από ύφασμα, που τίθεται επάνω στον σκούφο
μοναχών ή στο καλυμμαύχι των ιερομένων και φέρεται από τους άγαμους κληρικούς ως
διακριτικό της μοναχικής τους ιδιότητας.
Έπαρμα
Έπαρμα : οτιδήποτε εξέχει από μια επιφάνεια, ύψωμα.
Επαφίεμαι
Επαφίεμαι : εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ή υπόθεση μου στην κρίση ή τη διάθεση
(κάποιου).
Επαχθής
Επαχθής : αυτός που επιβαρύνει, ο δυσβάστακτος.
Επείσακτος
Επείσακτος : αυτός που προέρχεται από έξω, από άλλη χώρα.
Επέκεινα
Επέκεινα : πέρα από ορισμένο τόπο, χρόνο, ποσό.
Έπηλυς
Έπηλυς : αυτός που ήρθε από άλλη χώρα, αλλοδαπός.