Ξαστουχνώ (ρημ.) = ξεχνιέμαι
Παραχώνου
Παραχώνου (ρημ.) = θάβω
Ξιάγκλια
Ξιάγκλια (γυν. ονομα) = Αλεξάνδρα
Πατσ’ά
Πατσ’ά (η) = πατημασιά
Ξιάφ’
Ξιάφ’ (επιρ.) = ξυνό
Πασβάν’τς
Πασβάν’τς (ο) = ο Τούρκος χωροφύλακας
Ξυλέϊν΄ους
Ξυλέϊν΄ους (επιθ.) = ακαλλιέργητος
Ξικώ
Ξικώ (ρημ.) = ξεσκίζω
Ξιαρίζου
Ξιαρίζου (ρημ.) = καθαρίζω το χιόνι με το φτυάρι
Ξικουπή
Ξικουπή (εκφραση) «τόχου ξικουπή» κάτι που συνηθίζω και πραγματοποιώ σε τακτή ημερομηνία απο ανάγκη, υποχρέωση, συνήθεια ή τάμα.
Ξικλίαζου
Ξικλίαζου (ρημ.) = προκαλώ σε κάποιον κακέντρεχη, ευχαρίστηση με το δικό μου πάθημα.
Ξινουμίζου
Ξινουμίζου (ρημ.) = εξοντόνω, σκοτώνω
Ξιγαργαλίζου
Ξιγαργαλίζου (ρημ.) = ξελαγαρίζω, λευκαίνω τα ρούχα με έντονο πλύσιμο
Ορίζου
Ορίζου (ρημ.) = κατέχω, κυβερνώ, αισθάνομαι ενα μέρος του σώματος
Ούτσαν
Ούτσαν = ταίργιασαν, συμφώνησαν
Ούδι έτσ’ απόμνιν
Ούδι έτσ’ απόμνιν (εκφραση) = έμεινε άφωνος, εντυπωσιάστηκε σε μεγάλο βαθμό