Νταικόνουμι (ρημ.) = πιάνομαι, στηρίζομαι
Ντουρντούκια
Ντουρντούκια (τα) = ταξίδια, εκδρομές, σεργιάνια.
Η λέξη ενέχει και κάποια κοροϊδευτική έννοια σ΄ αυτόν που απευθύνεται
Νταλακιάζω
Νταλακιάζω (ρημ.)= βαρυστομαχιάζω
Νεμιτσιά
Νεμιτσιά (η) = η Αυστρία
Νουβουρός
Νουβουρός (ο) = αυλή
Νάχτ’
Νάχτ’ (το) = τα μετρητά που δίνονταν σαν μέρος της προίκας
Νιμπιλμπί
Νιμπιλμπί (το) = στραγάλια
Ντουρλάπι
Ντουρλάπι (το) = κακοκαιρία (από το αρχαίο «Δρόλαπας -ες»)
Ντάμπαρα
Ντάμπαρα (επιρ.) = ορθάνοιχτη
Νημόρ’
Νημόρ’ (το) = μνήμα, τάφος
Διαμονητήριο
Διαμονητήριο : Η άδεια παραμονής.
Διάπυρος
Διάπυρος : Αυτός που έχει κοκκινίσει από την θερμότητα, αυτός που βρίσκεται σε υψηλή θερμοκρασία.
Διαναφορά
Διαναφορά : Η αμοιβαία αναφορά μεταξύ στοιχείων του ίδιου κειμένου.
Διαρπάζω
Διαρπάζω : Αρπάζω βίαια.
Διανθίζω
Διανθίζω : Στολίζω με καλολογικά στοιχεία.
Διανόημα
Διανόημα : Αυτό που στοχάζεται.