Διαπίδυση : Η εκροή υγρού από τους πόρους του σώματος.
Διαπιστευτήρια
Διαπιστευτήρια : Το επίσημο κυβερνητικό έγγραφο, με το οποίο δηλώνεται ο διορισμός του διπλωματικού αντιπροσώπου σε μια άλλη χώρα.
Διαπιστεύω
Διαπιστεύω : Ορίζομαι (από την κυβέρνηση)διπλωματικός εκπρόσωπος σε ξένο κράτος.
Διάπλαση
Διάπλαση : Η διαμόρφωση του ηθικοπνευματικού κόσμου.
Διαπλοκή
Διαπλοκή : Η στενή αλληλεξάρτηση.
Διαμέτρημα
Διαμέτρημα : Το μήκος της διαμέτρου.
Διαπρύσιος
Διαπρύσιος : Αυτός που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό.
Διαμήκης
Διαμήκης : Αυτός που εκτείνεται σε όλο το μήκος κάποιου πράγματος.
Διαπυούμαι
Διαπυούμαι : μαζεύω πύον (στην πληγή).
Διαμονητήριο
Διαμονητήριο : Η άδεια παραμονής.
Διάπυρος
Διάπυρος : Αυτός που έχει κοκκινίσει από την θερμότητα, αυτός που βρίσκεται σε υψηλή θερμοκρασία.
Διαναφορά
Διαναφορά : Η αμοιβαία αναφορά μεταξύ στοιχείων του ίδιου κειμένου.
Διαρπάζω
Διαρπάζω : Αρπάζω βίαια.
Διανθίζω
Διανθίζω : Στολίζω με καλολογικά στοιχεία.
Μουζαβίρ’ς
Μουζαβίρ’ς (επιθ.) = ανακατωσούρας
Μιτζ’μένους
Μιτζ’μένους (επιθ.) = μεθυσμένος