Διαβλητός : Αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί.
Διαδρομιστής
Διαδρομιστής : Πρόσωπο που κινείται στους διαδρόμους (κυβερνητικών κτηρίων) προσπαθώντας να επηρεάσει τις αποφάσεις υπέρ των συμφερόντων του.
Διαβολέας
Διαβολέας : Αυτός που διατυπώνει διαβολές εναντίον άλλων.
Διαβολή
Διαβολή : Η διατύπωση ανυπόστατης κατηγορίας (εις βάρος κάποιου).
Διαβολικότητα
Διαβολικότητα : Η διαβολικά ύπουλη διάθεση ή συμπεριφορά.
Διαβουκολώ
Διαβουκολώ : Παραπλανώ με ψεύτικες ελπίδες, δημιουργώντας ψευδείς εντυπώσεις.
Διάβρωση
Διάβρωση : Η επιφανειακή αλλοίωση ενός σώματος.
Διαγγελέας
Διαγγελέας : Αυτός που μεταφέρει μηνύματα.
Διαγκωνισμός
Διαγκωνισμός : Η προσπάθεια να ανοιχτεί πέρασμα.
Διαγουμίζω
Διαγουμίζω : Λεηλατώ, αρπάζω πράγματα που δεν μου ανήκουν ως λάφυρα.
Διαγουμιστής
Διαγουμιστής : Αυτός που λεηλατεί αρπάζοντας (ξένα πράγματα).
Κιπέγκ’
Κιπέγκ’ (το) = ξύλινος πάγκος φούρνου που αραδιάζανε τα ψωμιά, πεζούλι
Κιουτεύου
Κιουτεύου (ρημ.) = λακίζω, υποχωρώ
Κριών΄ς, Κριωνάκος, Κριώναρος
Κριών΄ς, Κριωνάκος, Κριώναρος (ο) = αλήτης, συνήθως τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας που γυρνάνε στούς δρόμους
Κουταλεύου
Κουταλεύου (ρημ.) = ψάχνω
Κατώφιλους
Κατώφιλους (ο) = το ξύλινο κεφαλόσκαλο