Δηώνω: Καταστρέφω και λεηλατώ χώρα, περιοχή (στην οποία έχω εισβάλει), κατοικία κ.λπ.
Δηώνω
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δηώνω: Καταστρέφω και λεηλατώ χώρα, περιοχή (στην οποία έχω εισβάλει), κατοικία κ.λπ.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δευτερεία: Το δεύτερο βραβείο σε αγώνα, διαγωνισμό.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διαβάλλω: Διατυπώνω κατηγορίες ανυπόστατες, προσπαθώ να θίξω την υπόληψη (κάποιου) συκοφαντώντας τον.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δευτερονόμιο: Το τελευταίο βιβλίο της Πεντατεύχου και το πέμπτο κατά σειρά στο βιβλικό κανόνα, περιλαμβάνει ανακεφαλαίωση και ερμηνεία της διδασκαλίας του Μωυσέως.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διαβατάρης: Διαβάτης
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δήγμα: Δαγκωνιά, δαγκωματιά. Κατ’ επέκταση το τσίμπημα από έντομα.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δηκτικός: Αυτός που θίγει, που πειράζει, που προκαλεί λόγω της οξύτητάς του.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δηλοποιώ: Καθιστώ (κάτι) φανερό, γνωστοποιώ
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δήλος: αυτός που φαίνεται, που διακρίνεται, που είναι ορατός.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δηλωσίας: Πρόσωπο που δήλωσε εγγράφως ότι αποκηρύσσει τις πολιτικές του πεποιθήσεις, που έκανε δήλωση μετανοίας.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημαιρεσία: οι εκλογές για την ανάδειξη δημοτικών αρχόντων (δημοτικές εκλογές).
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημεγέρτης: Αυτός που παρακινεί το λαό σε εξέγερση, που υποδαυλίζει στάση.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δήμευση: Η κατάσχεση ακινήτου ή περιουσιακού στοιχείου ιδιώτη προς όφελος του δημοσίου κατόπιν δικαστικής αποφάσεως.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημοκόπος: Αυτός που προσπαθεί με κάθε τρόπο να κερδίσει την εύνοια και την εμπιστοσύνη του λαού, για να αποκομίσει πολιτικό και προσωπικό όφελος.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημοσιά: Μεγάλος, δημόσιος δρόμος που διασχίζει την ύπαιθρο (όχι πόλεις ή κατοικημένες περιοχές).
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημοσιογραφίσκος: Άσημος και ανάξιος λόγου δημοσιογράφος, αυτός που δεν διαθέτει κύρος ανάμεσα στους ομοτέχνους της.