Αμνώγω : ορκίζομαι
Ζντρόμπλα
Ζντρόμπλα (η) = η αγριόπαπια
Αμολέρνω
Αμολέρνω : αφήνω, ελευθερώνω
Ζ’νάρι
Ζ’νάρι (το) = φαρδί μάλλινο ή υφασμάτινο ζωνάρι
Αμπλά
Αμπλά : αδελφή
Ζγκούραβου
Ζγκούραβου (το) = βρώμικο, λερωμένο
Αμπώθω
Αμπώθω : σπρώχνω
Ζαράλ’
Ζαράλ’ (το) = κουσούρι, πάθηση
Αναβαστώ
Αναβαστώ : υποβαστάζω, στηρίζω
Ζαρίζου
Ζαρίζου = βλέπω λίγο, διακρίνω
Αναδακρυώνω
Αναδακρυώνω : δακρύζω, βουρκώνω
Ζλάπ’
Ζλάπ’ (το) = αγρίμι
Ανάπλα
Ανάπλα : κουβέρτα
Ζουρζουβίλτς΄
Ζουρζουβίλτς΄ (ο) = το αεικίνητο, άτακτο παιδί
Αναστεναμένος
Αναστεναμένος : καημένος, ταλαίπωρος
Ζανάτ’
Ζανάτ’ (το) = επάγγελμα, δουλεία