Γηγενής : αυτός που έχει γεννηθεί σε έναν τόπο , που ανήκει σε αυτόν ως ντόπιος κάτοικος.
Γιατροπορεύω
Γιατροπορεύω : παρέχω σε κάποιον πρώτες βοήθειες με πρόχειρα μέσα , μέχρι να έρθει ο γιατρός.
Γηθοσύνη
Γηθοσύνη : η μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση
Γιδάρης
Γιδάρης : αυτός που βόσκει γίδια , ο γιδοβοσκός.
Γήλοφος
Γήλοφος : χαμηλό χωμάτινο ύψωμα , λοφίσκος
Γινάτι – ινάτι
Γινάτι – ινάτι : το πείσμα , η ισχυρογνωμοσύνη
Γηραλέος
Γηραλέος : αυτός που έχει γεράσει και τα γηρατειά του έχουν αφήσει άσχημα σημάδια . Επίσης αυτός που εμφανίζει πρόωρα την όψη ηλικιωμένου
Γίντις
Γίντις : η γερμανοεβραϊκή γλώσσα.
Γητειά και Γητιά
Γητειά : η μαγική ενέργεια ή λόγος , που αποσκοπεί στην πρόκληση ή την αποτροπή του κακού ή την ερωτική έλξη . Επίσης η γοητεία ή έλξη που ασκεί κάποιος ή κάτι.
Γιαβάς –γιαβάς
Γιαβάς –γιαβάς : σιγά – σιγά , με το πάσο σου.
Γιαβάσικος
Γιαβάσικος : αυτός που είναι ελαφρύς(συνήθως για καπνά ή για καφέ).
Ποβγάνω
Ποβγάνω : διώχνω .
Πολεμώ
Πολεμώ : προσπαθώ(Πολεμώ να σάξω κάτι = προσπαθώ να φτιάξω κάτι).
Πορδολούκι
Πορδολούκι : το πέρασμα , το μονοπάτι.
Πορίζω
Πορίζω : βγαίνω έξω .
Πουλάδα
Πουλάδα : η νεαρή κότα .