Γάδος : ο μικρός βακαλάος με μήκος έως και 40 εκατοστά . που αλιεύεται συνήθως σε αβαθή νερά κοντά στις ακτές .
Γάδος
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γάδος : ο μικρός βακαλάος με μήκος έως και 40 εκατοστά . που αλιεύεται συνήθως σε αβαθή νερά κοντά στις ακτές .
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαζέτα : η καθημερινή εφημερίδα.
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαϊδουροκαλόκαιρο : υπερβολικά ζεστός καιρός.
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαίμα : το αίμα.
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαιόσακος : σάκος γεμισμένος χώμα και ειδικότερα άμμο , που χρησιμοποιείται στην κατασκευή πρόχειρων οχυρωμάτων , κυρίως σε πολεμικές επιχειρήσεις.
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαιότοιχος : ειδικής κατασκευής τοίχος από συμπιεσμένη σε καλούπια αργιλώδη λάσπη , χρησιμοποιούμενος κυρίως σε προσωρινές οχυρωματικές εγκαταστάσεις.
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βυθοκόρος : το πλωτό μηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται σε υποβρύχιες εκσκαφές για την εκσκαφή του βυθού και τη διατήρηση του βάθους των καναλιών , ποταμών και λιμανιών , την αποκομιδή υλικών , την κατασκευή έργων και την περισυλλογή αντικειμένων αξίας.
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαλαδελφός : ο αδελφός από την ίδια μάνα , αυτός που μοιράστηκε το γάλα της ίδιας μάνας .
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βυθοκόρηση : η χρήση βυθοκόρου για την απομάκρυνση άμμου , βούρκου ή μολυσματικών προσμείξεων από το βυθό ποταμών , ακτών κ.ά.
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαλαθηνός : αυτός που ακόμα θηλάζει . Κατ’ επέκταση νεαρός , τρυφερός.
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βύρσα : το μεγάλης αντοχής δέρμα , που χρησιμοποιείται κυρίως ως κάλυμμα εξαρτημάτων , μηχανών ή σκευών που φθείρονται λόγω τριβής .
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαλακτόρροια : η αυτόματη έκκριση γάλακτος από τους μαστούς , που δεν συνδέεται με τις φυσιολογικές συνθήκες γαλουχίας , συνήθως έπειτα από έκτρωση ή αποβολή.
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βύρσωμα : η επένδυση επιφάνειας με δέρμα .
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαλαντόμος : αυτός που φέρεται με ευγένεια αβρότητα , γενναιοδωρία.
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βυσσοδομώ : ασχολούμαι με παρασκηνιακά σχέδια και μεθοδεύσεις υπονόμευσης ή συκοφάντησης κάποιου .
6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βωλοδέρνω : υφίσταμαι βάσανα και ταλαιπωρίες , περιφερόμενος εδώ και εκεί .