Όρδινα : τα εφόδια
Βρέγμα
Βρέγμα : το μέρος του κρανίου που αποτελεί το σημείο συνάντησης των μετωπιαίων και των βρεγματικών οστών του
Βρεσίδι
Βρεσίδι : το τυχαίο εύρημα
Βρετίκια
Βρετίκια : τα χρήματα ή γενικότερα οτιδήποτε προσφέρεται ως ανταμοιβή σε αυτόν που βρήκε και παρέδωσε χαμένο αντικείμενο στον νόμιμο κτήτορά του
Βρεφοδόχος
Βρεφοδόχος : η ειδική θήκη που τοποθετούσαν έξω από τα βρεφοκομεία για την υποδοχή έκθετων βρεφών
Βρεχάμενα
Βρεχάμενα : τα ύφαλα του πλοίου
Βρεχτοκούκια
Βρεχτοκούκια : τα ξερά κουκκιά που τρώγονται αφού μουλιάσουν στο νερό , για να είναι μαλακά (βρεχτάδια ).
Βρίθω
Βρίθω : είμαι γεμάτος από κάτι
Βρογχεκτασία
Βρογχεκτασία : χρόνια ασθένεια των βρογχικών πόρων , που χαρακτηρίζεται από διεύρυνση τους και παροξυσμικό βήχα
Βρόχος
Βρόχος : θηλιά με μετακινούμενο κόμπο , που σφίγγει όσο τραβιέται το σχοινί . Θηλιά που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη μικρών θηραμάτων .
Βρυγμός
Βρυγμός : το τρίξιμο των δοντιών .
Βράσσικα
Βράσσικα : καθένα από τα φυτά που καλλιεργούνται ως λαχανικά , κτηνοτροφικά και ελαιοπαραγωγικά και ανήκουν στο ίδιο γένος στο οποίο ανήκουν τα λάχανα , οι λαχανίδες , τα γουλιά , οι ρέβες , τα κουνουπίδια , τα μπρόκολα και τα σινάπια .
Βρωματολογία
Βρωματολογία : η συστηματική και με επιστημονικές βάσεις μελέτη της παρασκευής και της σύστασης των τροφίμων .
Βράχμα
Βράχμα : ένας από τους σημαντικότερους ινδουιστές θεούς , μέλος της τριάδας (μαζί με τον Σίβρα και τον Κρίσνα ) που αποτελεί την ύψιστη θεότητα
Βρώση
Βρώση : η κατανάλωση (κάποιου πράγματος ) ως τροφίμου , το να τρώει κανείς
Βραχμάνος
Βραχμάνος : μέλος της ανώτερης τάξης (κάστας ) των Ινδουιστών , από την οποία προέρχονται και τα μέλη του ιερατείου