Βρεχάμενα : τα ύφαλα του πλοίου
Βρεχτοκούκια
Βρεχτοκούκια : τα ξερά κουκκιά που τρώγονται αφού μουλιάσουν στο νερό , για να είναι μαλακά (βρεχτάδια ).
Βρίθω
Βρίθω : είμαι γεμάτος από κάτι
Βρογχεκτασία
Βρογχεκτασία : χρόνια ασθένεια των βρογχικών πόρων , που χαρακτηρίζεται από διεύρυνση τους και παροξυσμικό βήχα
Βρόχος
Βρόχος : θηλιά με μετακινούμενο κόμπο , που σφίγγει όσο τραβιέται το σχοινί . Θηλιά που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη μικρών θηραμάτων .
Βουβώνας
Βουβώνας : τμήμα του σώματος ανάμεσα στους άνω μηρούς και τα γεννητικά όργανα , η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ του ανωτέρου τμήματος των ποδιών και της κοιλιάς
Βράκτιο
Βράκτιο : καθένα από τα μικρά φύλλα που βρίσκονται στη βάση άνθους ή ανθοταξίας για την προστασία του νεαρού άνθους και τα οποία συχνά λειτουργούν και ως πέταλα .
Βούζουνας
Βούζουνας : σπυρί με πύον .
Βούκεντρο
Βούκεντρο : μακρύ , ξύλινο ραβδί με σιδερένια αιχμή στο ένα άκρο , που χρησιμοποιούσαν για να κεντρίζονται τα βόδια , ώστε να προχωρούν γρηγορότερα κατά το όργωμα
Βουκόλος
Βουκόλος : αυτός που οδηγεί τα ζώα και ιδιαίτερα τα βόδια στη βοσκή
Βουλγκάτα
Βουλγκάτα : η λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής , που έγινε κυρίως από τον Άγ. Ιερώνυμο στα τέλη του 4ου αιώνα και υιοθετήθηκε από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία
Βουλεβάρτο
Βουλεβάρτο : πλατιά και δενδροφυτευμένη λεωφόρος αστικού κέντρου , κατάλληλη για περιπάτους . Επίσης είναι ένα είδος θεάτρου με ψυχαγωγικό χαρακτήρα , το οποίο απευθύνεται στο ευρύ κοινό
Βουλιμία
Βουλιμία : αίσθημα εντονότατης πείνας που απαιτεί άμεση ικανοποίηση . Είναι η ακατάσχετη πείνα που οφείλεται σε ψυχοπαθολογικά αίτια
Βουλκανισμός
Βουλκανισμός : ειδική επεξεργασία του καουτσούκ με θείο , που αποσκοπεί στη βελτίωση των φυσικών και μηχανικών ιδιοτήτων του
Βουρκονέρι
Βουρκονέρι : νερό από βάλτο και γενικότερα βρόμικο , λασπωμένο νερό
Βουρλίζω
Βουρλίζω : τρελαίνω , φέρνω κάποιον σε κατάσταση τρέλας ή απελπισίας