Βια : η βιασύνη ( « σε γνωρίζω από την όψη , που με βια μετράει τη γη » )
ΒΙΑ
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βια : η βιασύνη ( « σε γνωρίζω από την όψη , που με βια μετράει τη γη » )
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βιβάρι – διβάρι : ο περιφραγμένος θαλάσσιος χώρος , στον οποίο εκτρέφονται ψάρια , το ιχθυοτροφείο
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βιβλιοκαπηλία : η παράνομη ανατύπωση και πώληση βιβλίων
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βιβλιολογία : το σύνολο των γνώσεων σχετικά με τον τρόπο δημιουργίας ενός βιβλίου και προωθήσεώς του στο εμπόριο
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βιβλιόσημο : το έντυπο σήμα ιδιοκτησίας ενός βιβλίου , που τυπώνεται από τον εκδοτικό οίκο στο εσώφυλλό του . Ειδικό φορόσημο που επικολλάται στο εσωτερικό των σχολικών βιβλίων
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βιβλιοτεχνία : το σύνολο των τεχνών που συντελούν στην καλαίσθητη εμφάνιση του βιβλίου ( τυπογραφία , φωτοσύνθεση , βιβλιοδεσία κ.λπ.)
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βιβλιόψειρα : έντομο που τρέφεται με δέρμα , χαρτί ή ξύλο και καταστρέφει τα βιβλία .
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βερβερίτσα : ο σκίουρος .
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βιβλιστής : ο μελετητής και ερμηνευτής της Βίβλου
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βεργολυγερή : η ψηλή , λεπτή και ευκίνητη γυναίκα
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βίγλα : ψηλό σημείο από όπου μπορεί κανείς να ελέγχει μια περιοχή . Φυλάκιο , σκοπιά
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βερέμης : ο ασθενικός και καχεκτικός άνθρωπος
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βιγλίζω : εποπτεύω ( ως σκοπός ) με το βλέμμα τη γύρω περιοχή .
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βέρος : ο αληθινός , ο γνήσιος
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βιδάνιο :ότι απομένει από τα ποτά στα ποτήρια ( το οποίο συχνά αναμείγνυαν και πουλούσαν ξανά ) . Επίσης είναι το ποσοστό των κερδών από χαρτοπαίγνιο που δίνεται στη χαρτοπαικτική λέσχη .
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βερσιόν : παραλλαγή , εκδοχή ( π.χ. η αμερικάνικη βερσιόν μια ιταλικής ταινίας )