Βούϊ: βόδι
ΒΟΥΪ
23 Νοεμβρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
23 Νοεμβρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Βούϊ: βόδι
23 Νοεμβρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Βρίχνω: βρίσκω
23 Νοεμβρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Μπλάβος : ο γαλάζιος
23 Νοεμβρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Γεροντόβουϊδο : το γέρικο βούι (βόδι)
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βελάδα : επίσημο ανδρικό μαύρο ένδυμα , παρόμοιο με το φράκο
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βεγκέρα : η βραδινή επίσκεψη και συγκέντρωση σε σπίτι ή στο ύπαιθρο για συναναστροφή και διασκέδαση , όπου προσφέρονται ποτά , γλυκίσματα ή και φαγητά
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βεντετισμός : υπεροπτική και αυτάρεσκη νοοτροπία και συμπεριφορά
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βελέντζα : βαρύ μάλλινο κλινοσκέπασμα
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βέδες : θρησκευτικά κείμενα που συνετέθηκαν στην Ινδία στη σανσκριτική γλώσσα κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. και περιλαμβάνουν τέσσερεις συλλογές λειτουργικού περιεχομένου και τρία υπομνήματα των συλλογών
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βεληνεκές : η απόσταση από το σημείο βολής ως το σημείο πτώσεως του βλήματος πυροβόλου όπλου
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βεδισμός : η θρησκεία των Ινδών μέχρι την επικράτηση του βραχμανισμού , κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η πίστη και ότι η λύτρωση επιτυγχάνεται δια των έργων και όχι λόγου χάρη μέσω της γνώσεως .
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βέλο : λεπτό δικτυωτό ύφασμα που καλύπτει τα γυναικεία καπέλα ή και μέρος από το πρόσωπο
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βεδουίνος : κάθε μέλος των νομαδικών πληθυσμών που περιπλανώνται στις ερήμους της Μέσης Ανατολής και της Β. Αφρικής
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βελούχι : πηγή με άφθονο νερό ή εγκατάσταση κοντά σε πηγή ή ποτάμι
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βελάδα : επίσημο ανδρικό μαύρο ένδυμα , παρόμοιο με το φράκο
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βελτιοδοξία : φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος , όσο κακός και αν είναι , μπορεί να βελτιωθεί .