Βέλο : λεπτό δικτυωτό ύφασμα που καλύπτει τα γυναικεία καπέλα ή και μέρος από το πρόσωπο
ΒΕΛΟ
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βέλο : λεπτό δικτυωτό ύφασμα που καλύπτει τα γυναικεία καπέλα ή και μέρος από το πρόσωπο
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βενεδικτίνη : γαλλικό ηδύποτο ( λικέρ) , που παρασκευάζεται από διάφορα αρωματικά φυτά και έχει κίτρινο χρώμα .
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βελούχι : πηγή με άφθονο νερό ή εγκατάσταση κοντά σε πηγή ή ποτάμι
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βδέλυγμα : οτιδήποτε προκαλεί αηδία , αποτροπιασμό
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βενεδικτίνος : ο μοναχός του τάγματος του Αγίου Βενεδίκτου
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βελτιοδοξία : φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος , όσο κακός και αν είναι , μπορεί να βελτιωθεί .
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βδελυγμία : το αίσθημα της ηθικής αποστροφής , της αηδίας
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βενζόη : ρητίνη που εκκρίνουν ορισμένα δέντρα της Α. Ινδίας και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και τη φαρμακευτική
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βελτιώσιμος : αυτός που μπορεί να βελτιωθεί.
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βδελυρός : αυτός που προκαλεί αηδία και αποστροφή
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βένθος : ο βυθός των θαλασσών , των ποταμών και των λιμνών και συνεκδοχικά το σύνολο των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στους βυθούς των θαλασσών , των ποταμών και των λιμνών , σε αντίθεση προς το πλαγκτόν
8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βελτιωτικός : αυτός που συντελεί στην βελτίωση .
23 Σεπτεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βάσανος : η σε βάθος εξέταση στοιχείων με στόχο την εξακρίβωση της αλήθειας ή της αξίας .
23 Σεπτεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βαζιβουζούκος : άτακτος τούρκος στρατιώτης , που τρομοκρατούσε με τα εγκλήματα και τις αγριότητές του τους χριστιανικούς πληθυσμούς . Κατά επέκταση , ο άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από αυθαιρεσία και σκληρότητα .
23 Σεπτεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βασκαντήρα : το φυλακτό που θεωρείται ότι αποτρέπει τη βασκανία .
23 Σεπτεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βαστάζος : ο εργάτης ( συχνά ιθαγενής αχθοφόρος σε εξερευνητικές αποστολές ) που μεταφέρει αποσκευές , φορτίο .