Το Έιγερς Ροκ ονομάζεται Ουλούρου στην τοπική διάλεκτο. Πρόκειται για μια από τις πιο φημισμένες τοποθεσίες της Αυστραλιανής ηπείρου, αφού κατείχε ξεχωριστή θέση στη μυθολογία ως κατοικία των Θεών.
Συνέχεια »Διπλογραφία
Διπλογραφία : η τήρηση λογιστικών βιβλίων με χρέωση ενός λογαριασμού και αντίστοιχη πίστωση άλλου.
Συνέχεια »Φυσικός πλούτος
Το Γιέλοουστοουν των ΗΠΑ, ιδρύθηκε το 1872 και είναι το πρώτο Εθνικό Πάρκο στον κόσμο. Το πάρκο αυτό φημίζεται για τα 200 γκέιζερ (θερμοπίδακες) και τους 10000 ηφαιστειογενείς κρατήρες του. Ο φυσικός του πλούτος απειλείται σήμερα από την διάνοιξη δρόμων και …
Συνέχεια »Διπλωπία
Διπλωπία : η διαταραχή της όρασης, κατά την οποία ο ασθενής βλέπει τα αντικείμενα διπλά.
Συνέχεια »Ιστορικά κανάλια
Το Σπρέεβαλντ βρίσκεται εκατό χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Βερολίνου, στη Γερμανία. Εκεί κυλούν τα περίφημα φλίσε, μικρά κανάλια που εκτείνονται σε μήκος 13000 χιλιομέτρων. Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής ήταν πληθυσμοί σκλάβων.
Συνέχεια »Δίλημμα
Δίλημμα : συλλογισμός που συνίσταται σε δύο αντιθετικές προτάσεις, από τις οποίες όποια και αν επιλεγεί θα έχει εξίσου θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα.
Συνέχεια »Διποδισμός
Διποδισμός : ο φυσικός βηματισμός του αλόγου, που γίνεται με διαδοχική ανύψωση και στήριξη των διαγώνιων ποδιών του.
Συνέχεια »Διμεταλλισμός
Διμεταλλισμός : νομισματικό σύστημα που ίσχυε μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα και βασιζόταν σε διπλό μεταλλικό νομισματικό κανόνα, δηλαδή στην παράλληλη χρήση χρυσού και αργυρού ως μέσου συναλλαγής.
Συνέχεια »Διπυρίτης
Διπυρίτης : κάτι που ψήθηκε δύο φορές, για να διατηρηθεί περισσότερο.
Συνέχεια »Διμήνι
Διμήνι : είδος σιταριού που θερίζεται δύο μήνες μετά τη σπορά του.
Συνέχεια »Δισάκι
Δισάκι : δύο μικροί σάκοι από ύφασμα ή δέρμα, ενωμένοι στο επάνω μέρος, για τη μεταφορά ατομικών ειδών.
Συνέχεια »Δίμιτος
Δίμιτος : ύφασμα, υφασμένο με δύο κωστές, που έχει πυκνή ύφανση.
Συνέχεια »Δίσημος
Δίσημος : αυτός που έχει δύο σημασίες.
Συνέχεια »Δίνη
Δίνη : περιστριφική κίνηση νερού ή ανέμου, που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων.
Συνέχεια »Δισκάριο
Δισκάριο : λειτουργικό σκεύος, όπου τοποθετείται ο άγιος άρτος της προσφοράς κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας.
Συνέχεια »Διογκώνω
Διογκώνω : μεγαλώνω, αυξάνω τον όγκο σε κάτι.
Συνέχεια »