Τσιαρές (εκφρ.) = χρησ. η έκφραση «κάμου τσιαρέν» : κάνω συνφωνία, τα βρίσκω, κοιτάω την δουλεία μου
Συνέχεια »Τσιαρές
Τσιαρές (ο) = δουλειά
Συνέχεια »Τσιαρές
Τσιαρές (ο) = τρόπος
Συνέχεια »Τίλος
Τίλος (ο) = ξύλινη τάπα βαρελίου με τρύπα στο κέντρο
Συνέχεια »Τζιριμές
Τζιριμές (ο) = τεμπέλης, ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος
Συνέχεια »Φρίγουμι
Φρίγουμι (ρημ.) = τρομάζω
Συνέχεια »Φουκαλνώ
Φουκαλνώ (ρημ.) = σαρώνω, σκουπίζω. Σημαίνει όμως και καθαρίζω κάποιον, σκοτώνω
Συνέχεια »Φουρλιάζου
Φουρλιάζου (ρημ.) = πετάω κάτι π.χ. στα σκουπίδια
Συνέχεια »Φυράδα
Φυράδα (η) = χαραμάδα σε ξύλο, σχίσιμο
Συνέχεια »Φιλίτσα
Φιλίτσα (η) = φέτα ψωμίου
Συνέχεια »Τσιγκλίζου
Τσιγκλίζου (ρημ.) = πειράζω
Συνέχεια »Φάγουσα
Φάγουσα (η) = στοματίτιδα (αρρώστια)
Συνέχεια »Τηρώ
Τηρώ (ρημ.) = κοιτάω
Συνέχεια »Φιρχάν’
Φιρχάν’ (το) = κουρτίνα. Προέρχεται απο τη γερμαν. λεξη: Vorhang = κουρτίνα
Συνέχεια »Τσιούγκου
Τσιούγκου (το) = χέρι
Συνέχεια »Φαρμακουμένους
Φαρμακουμένους (επιθ.) = πικραμένος
Συνέχεια »