Μίξαβους (επιθ.) = μιξιάρης
Συνέχεια »Μουζαβίρ’ς
Μουζαβίρ’ς (επιθ.) = ανακατωσούρας
Συνέχεια »Μιτζ’μένους
Μιτζ’μένους (επιθ.) = μεθυσμένος
Συνέχεια »Μόλ’τσα
Μόλ’τσα (η) = σκόρος Εκφραση = “μόλ΄τσα μι κουκούλ’ ” για γυναίκα στρίγγλα (χολέρα)
Συνέχεια »Μπουλάκιμ’
Μπουλάκιμ’ = μακάρι
Συνέχεια »Μπάριμ’
Μπάριμ’ = τουλάχιστον
Συνέχεια »Μαλλίτ΄κο
Μαλλίτ΄κο (επιθ.) = μάλλινο
Συνέχεια »Μπράμ
Μπράμ (τα) = καλά ρούχα, επίσημα
Συνέχεια »Μασλάτι
Μασλάτι (το) = καλαμπούρι, αστείο
Συνέχεια »Μπακράτσι
Μπακράτσι (το) = μεγάλο μαγειρικό σκεύος συνήθως χάλκινο
Συνέχεια »Μαρκάτ’
Μαρκάτ’ (το) = γιαούρτι
Συνέχεια »Μπράνγκις
Μπράνγκις (ο) = χειροπέδες
Συνέχεια »Μαλικιανές
Μαλικιανές (ο) = διάταγμα
Συνέχεια »Ματιούκου
Ματιούκου (η) = τσίπουρο, ρακί
Συνέχεια »Μισάλα
Μισάλα (η) = βαριά μάλλινη υφαντή ποδιά για βαρείες οικιακές εργασίες
Συνέχεια »Μακφαρά
Μακφαρά (η) = το ανδρικό μόριο
Συνέχεια »