Η οργάνωση σε κοινότητα ομάδας ατόμων , που έχουν την ίδια γλώσσα και θρησκεία και ανήκουν στην ίδια φυλή . Μετά την Κομμούνα των Παρισίων του 1817 , οι οπαδοί αυτής χαρακτηρίζονται κομμουνιστές . Ο όρος κομουναλισμός χρησιμοποιήθηκε παγκοσμίως , …
Συνέχεια »Ιχράμ’
Ιχράμ’ (το) = υφαντό σεντόνι της εποχής
Συνέχεια »Κιπιζές
Κιπιζές (ο) = περίγελως
Συνέχεια »Κασμ’ρεύου
Κασμ’ρεύου = κοροιδεύω. Προέρχεται απο το «χασοημερεύω» καθ΄ όσον οι χασομέρηδες ασχολούνται με το κουτσομπολιό και το σκώμα.
Συνέχεια »Κιουσιές
Κιουσιές (ο) = γωνία
Συνέχεια »Καλιγόνου
Καλιγόνου (ρήμα) = πεταλώνω
Συνέχεια »Κουνουστώ
Κουνουστώ (ρήμα) = κάνω παρέα, συναναστρέφομαι
Συνέχεια »Καρκαλιέμαι
Καρκαλιέμαι (ρήμα) = γελώ (έντονα και με διάρκεια)
Συνέχεια »Καντίζου
Καντίζου (ρήμα) = βάζω ζάχαρη, ζαχαρώνω
Συνέχεια »Κουμάσι
Κουμάσι (το) = περιστερώνας
Συνέχεια »Κολβερτισμός
Η υπέρμετρη προστασία της εθνικής παραγωγής σε βάρος των ομοειδών προϊόντων , που προέρχονται από το εξωτερικό.
Συνέχεια »Καρούτα
Καρούτα (η) = πατητήρι σταφυλιών
Συνέχεια »Κολεκτιβισμός
Το οικονομικοκοινωνικό σύστημα του σοσιαλισμού , όπου εκλείπει η ατομική ιδιοκτησία και οι άνθρωποι παράγουν ανάλογα με τις ικανότητές τους και καταναλώνουν ανάλογα με τις ανάγκες τους .
Συνέχεια »Κουφωτύλι
Κουφωτύλι (το) = ξύλινη τάπα για τόν τίλο (βλέπε τίλος)
Συνέχεια »Κολλυβισμός
Η ανταλλαγή νομισμάτων . Η εργασία του αργυραμοιβού ,κοινώς σαράφη.
Συνέχεια »Κούρπετο
Κούρπετο (το) = μεθυσμένος
Συνέχεια »