Καϊπχιώνου = κρύβω κάτι ασφαλώς
Συνέχεια »Κομιτατζηδισμός
Το κίνημα των άτακτων ένοπλων ομάδων διαφόρων βουλγαρικών οργανώσεων (κομιτάτων ) που , με τις τρομοκρατικές τους επιδρομές επιδίωκαν τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την προσάρτησή της στη Βουλγαρία.
Συνέχεια »Ιμπρέτ’
Ιμπρέτ’ (το) = γενάτι
Συνέχεια »Καλίνκα
Καλίνκα (η) = το ρόδι
Συνέχεια »Κομματαρχισμός
Η τάση να αναλάβει με κάθε θυσία την αρχηγία του κόμματος ένας πολιτικός . Η δράση των κομματαρχών σε μικρά σύνολα.
Συνέχεια »Ιλιάτσια
Ιλιάτσια (τα) = βότανα
Συνέχεια »Κρούου
Κρούου (ρημ.) = χτυπώ
Συνέχεια »Κομματισμός
Το να κάνω κάποιον κομματικό στέλεχος ενός κόμματος. Το να κομματίζεται κάποιος ή να είναι φανατικός οπαδός ενός κόμματος.
Συνέχεια »Ισιάδα
Ισιάδα (η) = αλήθεια
Συνέχεια »Κιλάρ’
Κιλάρ’ (το) = αποθήκη, υπόγειο
Συνέχεια »Κομουναλισμός ή κοινοτισμός
Η οργάνωση σε κοινότητα ομάδας ατόμων , που έχουν την ίδια γλώσσα και θρησκεία και ανήκουν στην ίδια φυλή . Μετά την Κομμούνα των Παρισίων του 1817 , οι οπαδοί αυτής χαρακτηρίζονται κομμουνιστές . Ο όρος κομουναλισμός χρησιμοποιήθηκε παγκοσμίως , …
Συνέχεια »Ιχράμ’
Ιχράμ’ (το) = υφαντό σεντόνι της εποχής
Συνέχεια »Κιπιζές
Κιπιζές (ο) = περίγελως
Συνέχεια »Κασμ’ρεύου
Κασμ’ρεύου = κοροιδεύω. Προέρχεται απο το «χασοημερεύω» καθ΄ όσον οι χασομέρηδες ασχολούνται με το κουτσομπολιό και το σκώμα.
Συνέχεια »Κιουσιές
Κιουσιές (ο) = γωνία
Συνέχεια »Καλιγόνου
Καλιγόνου (ρήμα) = πεταλώνω
Συνέχεια »