22 Ιανουαρίου, 2006Αφεψήματα, Λαχανικά
Το σέλινο θεωρείται υποκατάστατο του αλατιού και χρησιμοποιείται και ως αφέψημα (αφού αποξηρανθεί). Η αποξήρανση προφυλάσσει και από τον κίνδυνο δηλητηρίασης από τη ρίζα του η οποία είναι ελαφρά δηλητηριώδης όταν είναι φρέσκια.
Συνέχεια »22 Ιανουαρίου, 2006Λαχανικά
Το σκόρδο απαγορεύεται στις γυναίκες που θηλάζουν γιατί προκαλεί κολικούς στο μωρό.
Συνέχεια »22 Ιανουαρίου, 2006Γενικά περί Διατροφής
Χρησιμοποιούνται οι σπόροι (από τους οποίους γίνεται η μουστάρδα) και τα φρέσκα φύλλα του. Στην κουζίνα χρησιμοποιείται το άσπρο και το άγριο ενώ στη φαρμακοποιία το μαύρο.
Συνέχεια »22 Ιανουαρίου, 2006Αφεψήματα
Το σινάπι έχει πάρα πολλές θεραπευτικές ιδιότητες και εκτός από τη γνωστή μουστάρδα χρησιμοποιείται ως αφέψημα, ζωμός, αλεύρι, λάδι (σιναπόλαδο), έγχυμα, κατάπλασμα κ.ά.
Συνέχεια »22 Ιανουαρίου, 2006Γεύματα, Λαχανικά
Μια πρόταση για πρωινό είναι: κοπανισμένο σκόρδο με παρθένο ελαιόλαδο και ψιλοκομμένο μαϊντανό αλειμμένο σε μια φέτα ψωμί.
Συνέχεια »22 Ιανουαρίου, 2006Λαχανικά
Η πιπερόριζα διατηρείται φρέσκια για 2 ή 3 εβδομάδες σε ξερό μέρος και είναι εύγεστη φρέσκια αλλά όταν ξεραθεί και κατόπιν επεξεργασίας μπορεί να συναντηθεί με τη μορφή σκόνης και σιροπιού. Η χαρακτηριστική της γεύση, κάπως καυτερή, νοστιμίζει γλυκά, επιδόρπια, …
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γκούσπα (η) = περίττωμα αγελάδας
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γώγος (ανδρ. όνομα) = Γιώργος
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γκιουρντάνι (το) = κολιέ
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γωγούλ’τς (ανδρ. όνομα) = Γιώργος
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γκουλιαρίδις (οι) = γάμπες
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γαλίκι (το) = μεγάλο καλάθι απο κλαριά, για την μεταφορά συνήθως των σταφυλιών
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Δραγκόνουμι = πιάνομαι (λουμπάγκο π.χ. μέση, πλευρά)
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γκουρτσιά (η) = αχλαδιά
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Διάφουρουν (το) = ωφέλεια (π.χ. «του πήριν διάφουρουν») = το επωφελήθηκε
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γριντόνουμι (ρημ.) = πέφτω
Συνέχεια »