Γκαρνώτας (επιθ.) = ψηλολαίμης, άσχημος
Συνέχεια »Γκούσπα
Γκούσπα (η) = περίττωμα αγελάδας
Συνέχεια »Γώγος
Γώγος (ανδρ. όνομα) = Γιώργος
Συνέχεια »Γκιουρντάνι
Γκιουρντάνι (το) = κολιέ
Συνέχεια »Γωγούλ’τς
Γωγούλ’τς (ανδρ. όνομα) = Γιώργος
Συνέχεια »Γκουλιαρίδις
Γκουλιαρίδις (οι) = γάμπες
Συνέχεια »Γαλίκι
Γαλίκι (το) = μεγάλο καλάθι απο κλαριά, για την μεταφορά συνήθως των σταφυλιών
Συνέχεια »Δραγκόνουμι
Δραγκόνουμι = πιάνομαι (λουμπάγκο π.χ. μέση, πλευρά)
Συνέχεια »Γκουρτσιά
Γκουρτσιά (η) = αχλαδιά
Συνέχεια »Διάφουρουν
Διάφουρουν (το) = ωφέλεια (π.χ. «του πήριν διάφουρουν») = το επωφελήθηκε
Συνέχεια »Αλυσίδα
Χιλιόκομπο χιλιόδετο χίλια θα πεις, δε θα το βρεις.
Συνέχεια »Του ‘βαλε τα γυαλιά
Αντί να πούμε τη λέξη «υπερτέρησε», συνηθίζουμε να μεταχειριζόμαστε τη φράση του ‘βαλε τα γυαλιά. Τον ανάγκασε, λοιπόν, μια και δεν έβλεπε, να φορέσει τα γυαλιά του, για να δει. Η μεταφορά αυτή έδειξε ότι ξεπερνάει τον άλλο, άρα είναι …
Συνέχεια »Καταμορφισμός
Η μεταμόρφωση που γίνεται στην επιφάνεια του στερεού φλοιού της γης ή κοντά σε αυτήν και κατά την οποία σχηματίζονται απλά ορυκτά από σύνθετα του αυτού είδους.
Συνέχεια »Αράχνη
Στήνω δίχτυ , μα όχι για ψάρια.
Συνέχεια »Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια
……Και, όταν πάλι βλέπει ο γέρος να κατηφορίζει ο γείτονάς του, ο Θανάσης, με το ταγάρι στον ώμο, που κάπου χασομέρησε και τώρα μόλις φτάνει στο σπίτι του, με τη γλώσσα του έξω από την τρεχάλα, τον ρωτάει τι έπαθε. …
Συνέχεια »Καταμωλωπισμός
Φοβερός τραυματισμός με μώλωπες .
Συνέχεια »