Άρμεγε και κούρευε χέζε και δεμάτιαζε .
Συνέχεια »Μπουκιά
Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις .
Συνέχεια »Βοϊβοντίνα
Ας με λένε Βοϊβοντίνα κι ας ψοφώ από την πείνα..
Συνέχεια »Απίδια
Πόσα απίδια πιάνει ο σάκος.
Συνέχεια »Σφουγγάτο
Ακριβό τ’ Αϊ-Γεωργίου το σφουγγάτο.
Συνέχεια »Πράσα
Τον έπιασαν στα πράσα.
Συνέχεια »Κερί
Ακριβό το κερί τ’ Αϊ-Γεωργίου .
Συνέχεια »Τεμπέλης
Ο τεμπέλης δεν τρώει τα αμύγδαλα για να μην τα σπάει
Συνέχεια »Ζωή
Η ζωή είναι ένα λουλούδι και ο ερωτάς το μέλι του
Συνέχεια »Δουλειά
Όποιος δουλεύει δεν πείνα και αν πεινά δεν πεθαίνει.
Συνέχεια »Πορτοκαλιές
Υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια
Συνέχεια »Μήλο
Ένα μήλο την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα.
Συνέχεια »Κάπηλας
Αγαπά ο κάπηλας το μεθυσμένο, μα γαμπρό δεν τον κάν’.
Συνέχεια »Αλάργα
Αλάργα από πλώρη καραβιού και μουλαριού το κώλο.
Συνέχεια »Γιαγιά
Άλλα λέει η γιαγιά μου άλλα ακούν αυτιά μου.
Συνέχεια »Αυτός είναι για τα πανηγύρια
Την εποχή που δεν υπήρχαν ειδικά ιδρύματα για τους ψυχοπαθείς, τους έπαιρναν οι δικοί τους και τους πήγαιναν στις εκκλησίες ή στα μοναστήρια: εκεί αφού τους έδεναν με αλυσίδα σ’ ένα δέντρο ή κούτσουρο, έλεγαν του παπά ή του καλόγερου …
Συνέχεια »