Ο χρόνος είναι πιο σημαντικός από το χρήμα. Μπορείς να αποκτήσεις περισσότερα χρήματα, άλλα δεν μπορείς να αποκτήσεις περισσότερο χρόνο.
Συνέχεια »Σενέκας
Τι σημασία έχει πόσα έχεις; Αυτά που δεν έχεις έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία.
Συνέχεια »Τζέιμς Αρθουρ Μπόλντγουιν
Το χρήμα, αποδείχτηκε, ήταν ακριβώς σαν το σεξ, δεν σκεφτόσουν τίποτα άλλο αν δεν το είχες και σκεφτόσουν άλλα πράγματα όταν το είχες.
Συνέχεια »Αϊν Ραντ
Οπότε νομίζετε ότι το χρήμα είναι η ρίζα όλων των κακών. Έχετε ποτέ αναρωτηθεί ποιά είναι η ρίζα του χρήματος;
Συνέχεια »Ντόροθι Πάρκερ
Αν θες να δεις τι πιστεύει ο Θεός για τα λεφτά, απλά κοίτα σε ποιούς ανθρώπους τα έχει δώσει.
Συνέχεια »Αρτουρ Σοπενχάουερ
Το χρήμα είναι η ανθρώπινη ευτυχία στην αφηρημένη της μορφή. Οπότε αυτός που δεν μπορεί πλέον να απολαύσει την ευτυχία στην απτή της μορφή, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο χρήμα.
Συνέχεια »Εκεχειρία
Εκεχειρία : η αναστολή των εχθροπραξιών για συγκεκριμένη χρονική περίοδο βάσει αμοιβαίας συμφωνίας των εμπόλεμων μερών.
Συνέχεια »Εκζήτηση
Εκζήτηση : η επιδίωξη της διαφοροποίησης, η σκόπιμη και επίμονη επιλογή ακραίων μορφών εκφράσεως.
Συνέχεια »Εκθεσάς
Εκθεσάς : ο φιλόλογος καθηγητής, που στα πλαίσια της φροντιστηριακής, εξωσχολικής εκπαίδευσης διδάσκει το μάθημα της έκθεσης.
Συνέχεια »Εκθηλύνω
Εκθηλύνω : προσδίδω (σε κάποιον) χαρακτηριστικά (εμφάνισης ή συμπεριφοράς) που θεωρούνται γυναικεία, κάνω (κάποιον) θηλυπρεπή.
Συνέχεια »Εκκαλώ
Εκκαλώ : εφεσιβάλλω κατά δικαστικής αποφάσεως, ασκώ έφεση.
Συνέχεια »Έκκαυμα
Έκκαυμα : κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.
Συνέχεια »Εκκλητεύω
Εκκλητεύω : προσάγω (μάρτυρα) στο δικαστήριο δια της βίας.
Συνέχεια »Εκκοκκίζω
Εκκοκκίζω : ξεχωρίζω το σπέρμα (φυτού) από τις ύλες που το περιβάλλουν (μαζεύω τους σπόρους).
Συνέχεια »Εκκόλπωμα
Εκκόλπωμα : κάθε μη φυσιολογική κοιλότητα που μοιάζει με σάκο και η οποία επικοινωνεί με κάποιο κοίλο όργανο.
Συνέχεια »Έκκρουση
Έκκρουση : η αποβολή (σίγηση) φωνήεντος κατά τη συνάντηση δύο φωνηέντων μέσα στη φράση, στο τέλος μιας λέξης και στην αρχή μιας άλλης, όπου το ισχυρό φωνήεν αποβάλλει ασθενές ή ασθενέστερο φωνήεν.
Συνέχεια »