Αχώ : δημιουργώ αντίλαλο , ηχώ.
Συνέχεια »ΑΧΩ
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Στην Εγκυκλοπαίδεια μας υπάρχουν 20.000 και πλέον καταχωρήσεις Γνώσης – Εγκυκλοπαιδικές.
Προσπαθούμε να καλύψουμε ένα ευρύ φάσμα γνωστικών αντικειμένων.
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχώ : δημιουργώ αντίλαλο , ηχώ.
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψάδα : η καυστική , τσουχτερή γεύση .Η εκδήλωση της έξαψης , η κατάσταση του ευέξαπτου .
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψέντι : οινοπνευματώδες ποτό , το οποίο παρασκευάζεται με απόσταξη από τα φύλλα ποώδους και αρωματικού φυτού , της αψίνθου και άλλων αρωματικών συστατικών , έχει κιτρινοπράσινο χρώμα , ξηρή και κάπως πικρή γεύση και σερβίρεται κυρίως αραιωμένο με νερό …
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψευδής : αυτός που δεν εμπεριέχει ψεύδος , που δεν μπορεί να διαψευσθεί .
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχνάδα : η θαμπότητα , το να φαίνεται κάτι θολά , αμυδρά .
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψη ή άψα : το άναμμα και η προερχόμενη από αυτό θερμότητα . Η έξαψη . Η δριμύτητα , η καυστικότητα .
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχνοκέρι : το κερί που φέγγει αμυδρά , κεράκι .
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψίθυμος : αυτός που θυμώνει και εξάπτεται εύκολα .
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχολογώ : βγάζω αχό ήχο , ήχο που έχει διάρκεια . Κάνω αντήχηση , αντιλαλώ .
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψίκορος : αυτός που χορταίνει γρήγορα , που φτάνει σύντομα στον κορεσμό . Αυτός που συχνά ή γρήγορα μεταβάλλει διάθεση .
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχός : ο ήχος , ο θόρυβος .
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψιλιά ή αψιλία : η έλλειψη χρημάτων , το να είναι κανείς αδέκαρος .
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχραντος : αυτός που δεν έχει υποστεί ηθική μόλυνση .
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχρειολογώ : χρησιμοποιώ χυδαία γλώσσα .
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχρείος : αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη κακία . Αυτός που δεν ενεργεί σύμφωνα με την ηθική .
Συνέχεια »27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχρειόστομος : αυτός που χρησιμοποιεί χυδαίο λεξιλόγιο .
Συνέχεια »