Κρεμανταλάς λέγεται χλευαστικά ο άκομψα ψηλός άντρας , ο άχαρος , αυτός που είναι κρεμασμένος από το ύψος του , αυτός που μοιάζει με τον ξερό κορμό του δέντρου που τον έχουν οι τσοπαναραίοι , για να κρεμάνε τα πράγματά …
Συνέχεια »ΤΟΥ ΤΟ ‘ΠΑ
Του το ‘πα του παππού.
Συνέχεια »ΒΑΡΕΛΙ
Βαρέλι, ωεροβάρελο ποιος σε νεροβαρελόδεσε; Ο γιος του νεροβαρελοδέτη με νεροβαρελοβάρεσε Να ΄χα γω τα σύνεργα του γιού του νεροβαρελοδετή, καλύτερα θα σε νεροβαρελόδενα .
Συνέχεια »ΑΜΜΑΘΙΑ
Αμμάθια : μάτια
Συνέχεια »ΑΡΚΑΛΟΣ
Άρκαλος : ο ασβός .
Συνέχεια »ΠΥΘΑΡΟΠΛΑΚΑ
Κάτω από την πυθαρόπλακα, την πυθαρόπλακά μας , κάθετε νουμι και νουμι , και νουμι και νουμάκι , πάω να πιάσω το νουμι , και φεύγει το νουμάκι .
Συνέχεια »ΑΝΑΣΗΚΩΣΕ ΤΗΝ ΠΛΑΚΑ
Ανασήκωσε την πλάκα κι αν με εύρεις από κάτω ανεμιδιγάδισέ με.
Συνέχεια »ΑΝΝΑΓΥΡΕΥΩ
Αναγυρεύγω : αναζητώ
Συνέχεια »ΑΡΝΕΥΓΩ
Αρνεύγω : ησυχάζω κάποιον , ημερώνω .
Συνέχεια »ΦΤΟΥ ΣΚΩΛΗΚΟΜΕΡΜ…
Φτου σκωληκομερμυγκότρυπα .
Συνέχεια »ΕΙΣ ΥΓΕΙΑΝ
Εις υγείαν στον τραπεζογυροκαρεκλοκαθιζόμενον .
Συνέχεια »ΑΝΑΜΟΙΡΑ
Ανάμοιρα : χωρίς μοίρα.
Συνέχεια »ΑΤΖΙΑ
Ατζιά : οι γάμπες .
Συνέχεια »ΚΟΥΚΙΑ ΒΡΑΣΤΑ
Κουκιά βραστά, σκαστά, σπαστά με τη βραστή, σκαστή, σπαστή κουτάλα.
Συνέχεια »ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ Ο ΝΟΥΡΛΑΡΟΣ
Της αλεπούς ο νούρλαρος πως δεν εξεκαυκαλοξεκουμποθηλυκαθρώθη; Τουτη η στράτα κι΄ άλλη μία, όλο μουλαραχναριά. Της αλεπούς η ουρά εφτά φορές εξεφηκαροκομπομανικοθηλυκώθηκε.
Συνέχεια »ΑΝΑΤΡΑΝΙΖΩ
Αναντρανίζω : σηκώνω τα μάτια μου να δώ κάπου .
Συνέχεια »