Αποφασιστικής σημασίας υπήρξε η συμβολή του Κων/νου Μεταξά στην επιτυχή έκβαση μαχών κρίσιμων για την πορεία του Αγώνα, ενώ ουσιαστική ήταν η συμφιλιωτική του παρέμβαση, ώστε να τεθεί τέλος στον εμφύλιο σπαραγμό. Εκτός της άλλης προσφοράς, χρημάτισε υπουργός Δικαιοσύνης στην επαναστατική κυβέρνηση, γεγονός που φανερώνει την αποδοχή και εκτίμηση που είχε από τα μέλη της Διοίκησης. Γεννήθηκε το 1793 και όπως αναφέρει ο ίδιος στο σύντομο βιογραφικό του, στα “Απομνημονεύματά” του, η εκπαίδευσή του δεν υπήρξε στρατιωτική. Μέχρι το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του ζούσε στην Κεφαλονιά.
Στη συνέχεια έφυγε για την Ιταλία, για μια τετραετία, όπου σπούδασε νομικά. Σε ηλικία εικοσιπέντε ετών μυήθηκε στη φιλική Εταιρεία, από τον συμφοιτητή του Αθανάσιο Πολίτη. Μετά το γεγονός αυτό, παραιτήθηκε από τον δικαστικό κλάδο και ασχολήθηκε με τον απελευθερωτικό αγώνα. Μόλις ξέσπασε η επανάσταση, ύστερα από συνεννόηση με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, οργάνωσε μαζί με τον αδελφό του Ανδρέα, εκστρατεία στην Πελοπόννησο και τέθηκε επικεφαλής στρατιωτικού σώματος Κεφαλονιτών, παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις και τις απειλές των Άγγλων, κάτω από την κυριαρχία των οποίων βρίσκονταν τότε τα Επτάνησα. Στενός συνεργάτης του Ιωάννη Καποδίστρια στα πρώτα χρόνια της ζωής του Ελληνικού κράτους ο Κων/νος Μεταξάς, ήρωας του πολέμου και της ειρήνης αποσύρεται παραγκωνισμένος από την Αντιβασιλεία στην Κεφαλληνία, όπου συγγράφει τα Απομνημονεύματά του, από τις εγκυρότερες και πλέον αμερόληπτες πηγές της Ελληνικής Επανάστασης. Ο ίδιος και η οικογένειά του συνέβαλαν με οικονομικές ενισχύσεις στην αγορά πολεμοφοδίων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική τους εξασθένιση. Ο Όθωνας τον διορίζει σύμβουλο της Επικρατείας, αλλά δεν προλαβαίνει να αναλάβει καθήκοντα, αφού η συνταγματική μεταβολή του 1834 ακυρώνει τη θέση αυτή.
Από τότε ο Μεταξάς απογοητευμένος με τη στάση και της νέας συνταγματικής Κυβέρνησης περιορίζεται πια στην Κεφαλονιά και ασχολείται με την εκπαίδευση των παιδιών του και με την καλλιέργεια των κτημάτων του. Αδιαφορεί τελείως για την συμπεριφορά της βασιλείας απέναντι στο πρόσωπό του και τις υπηρεσίες του στην πατρίδα. Ο ίδιος όμως νιώθει ικανοποιημένος και σημειώνει: “δι εμέ ήρκεσεν η πραγματοποίησις των δικαίων πόθων μου, του να ιδώ έστω και μέρος της μεγάλης Ελλάδος ελευθερωμένον και ως Έθνος αποκατεστημένον…”. Πάντως, το 1861 διορίστηκε από τη βασιλεία γερουσιαστής, θέση την οποία αποδέχτηκε μετά από προτροπές της οικογένειας του. Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα -το 1862- ιδιώτευσε και το 1870 πέθανε, αφού πρώτα είδε την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα.