Όταν είναι άδειο είναι βαρύ , μόλις όμως γεμίσει γίνεται ελαφρύ.
Συνέχεια »Ένας νεκρός και οι τέσσερις που τον βοηθάνε
Έχουν πέντε κεφάλια , τέσσερις αναπνοές , χέρια πόδια είκοσι και νύχια εκατό.
Συνέχεια »Τίτλος
Αυτός βρίσκεται κοινός ανάμεσα σε έναν απόγονο ευγενών και σε ένα βιβλίο
Συνέχεια »Κομουναλισμός ή κοινοτισμός
Η οργάνωση σε κοινότητα ομάδας ατόμων , που έχουν την ίδια γλώσσα και θρησκεία και ανήκουν στην ίδια φυλή . Μετά την Κομμούνα των Παρισίων του 1817 , οι οπαδοί αυτής χαρακτηρίζονται κομμουνιστές . Ο όρος κομουναλισμός χρησιμοποιήθηκε παγκοσμίως , …
Συνέχεια »Κολβερτισμός
Η υπέρμετρη προστασία της εθνικής παραγωγής σε βάρος των ομοειδών προϊόντων , που προέρχονται από το εξωτερικό.
Συνέχεια »Κολεκτιβισμός
Το οικονομικοκοινωνικό σύστημα του σοσιαλισμού , όπου εκλείπει η ατομική ιδιοκτησία και οι άνθρωποι παράγουν ανάλογα με τις ικανότητές τους και καταναλώνουν ανάλογα με τις ανάγκες τους .
Συνέχεια »Κολλυβισμός
Η ανταλλαγή νομισμάτων . Η εργασία του αργυραμοιβού ,κοινώς σαράφη.
Συνέχεια »Κολμπερτισμός
Ειδική μορφή εμποροκρατίας. Η οικονομική αυτή θεωρία είναι εθνικιστικού χαρακτήρα και βασίζεται στην αρχή ότι η πολιτική , η στρατιωτική και η οικονομική ισχύς μιας χώρας είναι στενά συνδεδεμένη με την ποσότητα των πολύτιμων μετάλλων που διαθέτει η χώρα αυτή. …
Συνέχεια »Κολπισμός
Επώδυνη σύσπαση του μυϊκού τοιχώματος του κόλπου.
Συνέχεια »Κομενσαλισμός
Στην οικολογία του ανθρώπου , ο όρος κομενσαλισμός σημαίνει γενικά μια σχέση , που περικλείει και ανταγωνισμό και συνεργασία μεταξύ προσώπων που ανήκουν σε μια ολοκληρωμένη διαίρεση εργασίας . Ο κομενσαλισμός είναι συνώνυμο της συμβίωσης.
Συνέχεια »Κομιτατζηδισμός
Το κίνημα των άτακτων ένοπλων ομάδων διαφόρων βουλγαρικών οργανώσεων (κομιτάτων ) που , με τις τρομοκρατικές τους επιδρομές επιδίωκαν τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την προσάρτησή της στη Βουλγαρία.
Συνέχεια »Κομματαρχισμός
Η τάση να αναλάβει με κάθε θυσία την αρχηγία του κόμματος ένας πολιτικός . Η δράση των κομματαρχών σε μικρά σύνολα.
Συνέχεια »Κομματισμός
Το να κάνω κάποιον κομματικό στέλεχος ενός κόμματος. Το να κομματίζεται κάποιος ή να είναι φανατικός οπαδός ενός κόμματος.
Συνέχεια »Χάρτης
Βλέπω θάλασσα χωρίς κύμα. Βλέπω βουνά μα δεν έχουν ύψωμα. Βλέπω χωριά μα τα σπίτια δεν έχουν ύψος.
Συνέχεια »Γλώσσα-στόμα
Πάνω ταβάς, κάτω ταβάς, και στη μέσ΄ ο μπακλαβάς.
Συνέχεια »Κάστανο
Από έξω γυαλί, από μέσα μαλλί κι΄ από μέσα απ΄ το μαλλί μια μπουκιά καλή.
Συνέχεια »